Μια αριστουργηματική αναγέννηση ενός εκ των σημαντικότερων παιχνιδιών στην ιστορία, το Final Fantasy VII Remake είναι μια μοναδική εμπειρία τόσο για νέους παίκτες, όσο και βετεράνους.
Το παιχνίδι, ο μύθος, το remake. Φτάσαμε, επιτέλους, στην τρίτη πράξη. Χωρίς να αναλωθώ σε φαντεζί προτάσεις και το τι εστί Final Fantasy VII για το gaming – άλλωστε, το έχω αναλύσει σε ένα τεράστιο αφιέρωμα στη σειρά – το Final Fantasy VII Remake είναι πλέον στα χέρια μας, 23 χρόνια μετά το πρωτότυπο παιχνίδι και τουλάχιστον 15 από όταν μας μπήκε η ιδέα ενός remake στο μυαλό. Και πλέον, η βασανιστική αναμονή έφτασε στο τέλος της.
Διόλου εύκολο εγχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς το βάρος που σήκωσε στους ώμους της η Square Enix. Το να επεμβαίνεις (με ένα remake) σε ένα θρυλικό παιχνίδι είναι κάτι που ενώ μπορεί να λειτουργήσει στην εντέλεια, μπορεί κάλλιστα να γυρίσει σαν μπούμερανγκ κατά πάνω σου. Τι από τα δύο συνέβη στην προκειμένη; Προσπαθώντας όσο καλύτερα μπορώ να αποβάλλω την αγάπη μου για το πρωτότυπο αλλά και τη σειρά, θα παρουσιάσω την άποψή μου για το παιχνίδι τόσο ως παλιός γνώριμος, όσο κι ως πρωτάρης, καθώς εμφανέστατα το Remake απευθύνεται και σε ένα εντελώς νέο κοινό.
Αρχικά, να σημειώσω πως δεν πρόκειται για ένα πιστό, 1:1 remake και χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό. Ο κορμός παραμένει ίδιος, οι χαρακτήρες και οι ιστορίες τους (κατά κύριο λόγο) επίσης, όμως με το τεχνολογικό άλμα 3 γεννεών πολλά περισσότερα μπορούσαν να γίνουν και έγιναν. Χαρακτήρες που είχαν μικρούς ρόλους πλέον αποκτούν, αν όχι μεγαλύτερους ρόλους, πολύ βαθύτερη προσωπικότητα και συμμετοχή στα γεγονότα. Αναφορές σε μικροπράγματα που συνέβαιναν γύρω, πλέον έχουν αναπτυχθεί σε κάτι μεγαλύτερο. Στα στενά, υπάρχει ζωή, όπως παιδιά που παίζουν, κάτοικοι που συνομιλούν, τηλεοράσεις που δείχνουν τα νέα (ή προπαγάνδα) της ShinRa στα μπαρ. Είναι ένας κόσμος που ζει και αναπνέει, ρουφώντας τον παίκτη μέσα του. Με δυο λόγια, η πόλη του Midgar, το τεχνολογικό «σάντουιτς» που κυριολεκτικά διαχωρίζει την χαμηλότερη από τις υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, είναι μια πλήρως αναζωογονημένη περιοχή που δικαίως αποτελεί το σκηνικό του remake.
Εξηγώντας την πλοκή με λίγες λέξεις, ο μισθοφόρος Cloud βοηθά την οικολογική-τρομοκρατική οργάνωση AVALANCHE με την έκρηξη ενός αντιδραστήρα που ρουφά την ενέργεια του πλανήτη για να παρέχει ηλεκτρισμό και άλλες ανέσεις στην πόλη του Midgar. Πίσω από αυτό, βρίσκεται η ShinRa, μια εταιρεία-κολοσσός που πρακτικά λειτουργεί ως κυβέρνηση και φροντίζει όλα να χωρούν μέσα στην παλάμη της. Για την ακρίβεια, έχει κυριολεκτικά χωρίσει την πόλη του Midgar στη μέση, με τους εργαζόμενούς της να ζουν στο επάνω μέρος ενώ κάτω από τις γιγαντιαίες μεταλλικές πλάκες, ζουν όλοι οι υπόλοιποι σε συνθήκες εξαθλίωσης – αναλογιστείτε πως στις πλάκες υπάρχει φως που αναπαριστά τον ήλιο, καθώς οι κάτοικοι των “slums” δεν βλέπουν καν τον ουρανό. Παρότι αρχικά όλα πηγαίνουν κατ’ ευχή, τα πράγματα περιπλέκονται όσο η ομάδα προχωράει εμπρός, με τον διστακτικό Cloud να έρχεται πιο κοντά με τα μέλη της AVALANCHE, στα οποία συγκαταλέγεται και η παιδική του φίλη Tifa, ενώ τρομακτικές ανακαλύψεις δείχνουν πως τα προβλήματα του πλανήτη ίσως είναι πολύ μεγαλύτερα από την ShinRa.
Όπως έχετε φανταστεί, ακόμα κι αν απέχετε από spoilers, το Remake καλύπτει το πρώτο κεφάλαιο του πρωτότυπου παιχνιδιού. Γιατί δεν ονομάστηκε Part One; Θα σας γελάσω. Όμως, η ιστορία λαμβάνει χώρα μέσα στα όρια του Midgar και δεν πρόκειται για ένα open-world παιχνίδι παρά το μέγεθος των διαφόρων περιοχών του και την ύπαρξη fast travel στα τελευταία chapters. Λειτουργεί πολύ κατευθυνόμενα, με κάποια chapters να λειτουργούν ως «διαλλείμματα» ενδιάμεσα σε μεγάλα γεγονότα, κατά τη διάρκεια των οποίων έχουμε πρόσβαση σε κάποιο hub (π.χ. το Seventh Heaven bar της Tifa). Έχοντάς το ως βάση, μπορείτε να εξερευνήσετε τριγύρω ή να ολοκληρώσετε υπό-αποστολές προτού συνεχίσετε την ιστορία.
Τα side-quests που υπάρχουν διάσπαρτα σε περιοχές και chapters, δεν είναι πάντοτε ουσιαστικά για την ιστορία ή ιδιαίτερης δυσκολίας, όμως ποτέ δεν ένιωσα «τραβούν» περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Αυτό οφείλεται στο ότι δίνονται ουσιαστικές αμοιβές για την ολοκλήρωσή τους, και φυσικά, σε ένα που σε τηλεμεταφέρει στο σημείο όπου παραδίδεις το quest όταν έχεις ολοκληρώσει όλες τις απαιτήσεις του. Πρόκειται για μια από τις λίγες φορές όπου δεν άφησα κανένα side-quest και μάλιστα, τα κυνηγούσα με χαρά, καθώς περνούσα περισσότερο χρόνο παίζοντας και κάνοντας πρόοδο παρά τρέχοντας από σημείο σε σημείο άσκοπα.
Γενικώς, το παιχνίδι είναι αρκετά δομημένο και κρατάει ωραία ροή από την αρχή έως το τέλος. Χωρίζεται σε chapters, τα οποία μπορείτε να παίξετε ξανά μετά την ολοκλήρωση του παιχνιδιού για να συλλέξετε πράγματα που χάσατε ή να κυνηγήσετε trophies δίχως να παίξετε όλο το παιχνίδι από την αρχή έως το τέλος (όμως, γιατί όχι;). Μου πήρε περίπου 30 ώρες να δω τον τερματισμό του παιχνιδιού, κάνοντας τα πάντα που έβρισκα μπροστά μου ενώ θα συνεχίσω με δεύτερο playthrough, στο κυνήγι του Platinum Trophy – για τους «κυνηγούς», απαιτούνται τουλάχιστον 3 (όχι ολόκληρα) playthroughs, κι αυτό χάρη στο Chapter Selection.
Όσον αφορά τη μάχη, το μισό παιχνίδι κατ’ εμέ, έχω να πω μονάχα θετικά. Όπως ίσως θυμάστε, η αδάμαστη φύση της μάχης στο Final Fantasy XV ήταν κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα και την μάχη στο Final Fantasy VII Remake θα τη χαρακτήριζα μια πιο ώριμη εκδοχή εκείνης. Δεν υπάρχουν τα ακροβατικά – δεν υπάρχει καν η δυνατότητα για άλμα – όμως καταφέρνει να δείχνει εντυπωσιακή και να είναι πιο στιβαρή από του XV. Ο κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του ευκαιρία να λάμψει, καθώς ο χειρισμός διαφέρει από άτομο σε άτομο. Ενώ όλοι έχουν πρόσβαση σε μια βασική επίθεση, άμυνα, dodge και Items, το «ζουμί» είναι στα Materia και τις ειδικές ικανότητες του καθενός.
Για παράδειγμα, ο Cloud αλλάζει μεταξύ δύο στάσεων, η μία επικεντρώνεται σε γρήγορα χτυπήματα όμως η άλλη σε αργά αλλά ισχυρά χτυπήματα με δυνατότητα counter attack αν μπλοκάρετε κάποια επίθεση. Από την άλλη, η Tifa μπορεί να εκτελέσει μια διαφορετική επίθεση ανάλογα με το επίπεδο του chakra της, η οποία ενσωματώνεται άψογα σε οποιοδήποτε combo. Τέλος, κάθε όπλο για κάθε χαρακτήρα, παρέχει μια άλλη ικανότητα που μπορεί να αποκτηθεί σε επίπεδο χαρακτήρα (για χρήση με κάθε όπλο) αν τη χρησιμοποιήσετε αρκετές φορές, ενώ κάθε όπλο απαιτεί SP (Skill Points) που αποκτάτε από τις μάχες, για να τα αναβαθμίσετε και να αποκομίσετε stat bonuses και άλλα. Μέσα σε όλα αυτά, το πάντοτε ευέλικτο σύστημα Materia επιτρέπει να κάνετε πραγματικά ό,τι θέλετε με τους χαρακτήρες σας, αφού κάθε Materia συνεπάγεται είτε κάποιο ξόρκι, είτε κάποια επιπλέον δυνατότητα, αλλαγή σε στατιστικά και πάει λέγοντας. Παρότι οι χαρακτήρες έχουν δικά τους movesets και στατιστικά, ο καθένας μπορεί να είναι οτιδήποτε, με τον κατάλληλο εξοπλισμό – απλώς, άλλοι ταιριάζουν φυσικότερα σε κάποιους ρόλους, όπως π.χ. η Tifa ως damage dealer.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η μάχη είναι στο χέρι του παίκτη: σε πραγματικό χρόνο (Easy και Normal mode) ή με αυτόματες επιθέσεις/άμυνες και την εκτέλεση special επιθέσεων, χρήση αντικειμένων κλπ όσο γεμίζουν οι μπάρες ATB, κάτι που είναι πιο κοντά στο κλασικό Final Fantasy VII (Classic Mode). Παρόλα αυτά, μου φάνηκε πιο φυσικό να παίζω σε πραγματικό χρόνο, καθώς ακόμη και για εντολές που δεν έχω σε κάποιο shortcut, το παιχνίδι σχεδόν σταματάει τον χρόνο όσο σκαλίζω τα μενού για την επόμενη κίνησή μου. Οι δύο μπάρες ATB του καθενός γεμίζουν με το πέρασμα του χρόνου και κάθε μπάρα επιτρέπει μια κίνηση, με κάποιες ισχυρότερες να θέλουν και τις δύο μπάρες γεμάτες. Με ένα πλήκτρο, μπορείτε να αλλάξετε τον χαρακτήρα που χειρίζεστε ή, αν δεν θέλετε να χάσετε τον τρέχοντα χαρακτήρα από τα μάτια σας, με ένα άλλο πλήκτρο δίνετε απλώς εντολές στους υπόλοιπους.
Η μάχη είναι τόσο διασκεδαστική, τόσο φυσική και εντυπωσιακή, που ακόμα και με εχθρούς που έφτασαν να πεθαίνουν απλώς με… ένα κοίταγμα, διασκέδαζα αντί να σκέφτομαι ότι με καθυστερούν. Επιπλέον, το πώς κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του ταυτότητα με έκανε να τους εναλλάσσω διαρκώς, όχι μόνο για να αλλάζω λίγο το σκηνικό, αλλά και για να παίρνω τα μέγιστα από τον καθένα τους. Παρότι δεν είναι πλέον ένα παραδοσιακό JRPG, μην νομίζετε πως η αλλαγή στη μάχη το κάνει εύκολο. Κάποια bosses, ακόμη και στη ροή της ιστορίας, είναι αρκετά δύσκολα αν δεν υπολογίζετε σωστά την κάθε κίνηση ή τα Materia που έχετε μπαίνοντας στη μάχη. Κάποια άλλα bosses, δε, θέλουν τον καλύτερο εαυτό σας για 20 λεπτά ακατάπαυστης μάχης όπου ένα λάθος σημαίνει game over. Μιλάω βέβαια για superbosses που κρύβονται σε side-quests, όμως αν τερματίσετε το παιχνίδι και ξεκλειδώσετε το Hard mode, τότε ακόμη και αυτοί που «κοροϊδεύατε» στην αρχή θα σας προκαλέσουν προβλήματα.
Για το τέλος, άφησα ίσως το καλύτερο κομμάτι. Δεν θα χαλάσω την εμπειρία για κανέναν, οπότε μη φοβάστε τα spoilers. Την αγάπη μου για τα Final Fantasy ίσως την γνωρίζετε, ίσως όχι, όμως μικρή σημασία έχει καθώς το ανανεωμένο σενάριο έχει χτιστεί έτσι ώστε να απευθύνεται σε όλους. Τα βασικά γεγονότα, όπως η αρχή του παιχνιδιού με την επίθεση στο Mako Reactor 1 παραμένουν αναλλοίωτα από την αρχή έως το τέλος της πλοκής. Αυτό που άλλαξε, ή εξελίχθηκε θα έλεγα, είναι κυρίως οι χαρακτήρες. Ο «σκληρός» μισθοφόρος Cloud, ο αθυρόστομος Barret με την υπέρμετρη αγάπη για τον πλανήτη Gaia και το αντίστοιχο μίσος για την εταιρεία ShinRa, η μυαλωμένη και πανίσχυρη Tifa αλλά και η γλυκύτατη Aerith που κρύβει τεράστια δύναμη, είναι το βασικό cast και οι τέσσερις χαρακτήρες που θα χειρίζεστε στη διάρκεια του παιχνιδιού (έως τρεις σε ένα party). Κάθε ένας από αυτούς έχει λάβει ιδιαίτερη φροντίδα και έχει αναπτυχθεί ώστε να προσφέρει πολλά περισσότερα ως χαρακτήρας σε σχέση με το πρωτότυπο παιχνίδι, επιταχύνοντας τη διαδικασία αφομοίωσης του σύμπαντος από τον παίκτη, μέσω διαλόγων, εκφράσεων προσώπου ή κινήσεων, ακόμη και μέσω ανανεωμένων σκηνών – είναι εμφανής η διαφορά της τεχνολογίας του τότε με του σήμερα και το πώς αυτή επηρεάζει ένα παιχνίδι συνολικά.
Οι βελτιώσεις αυτές, ευτυχώς, δεν σταματούν στο βασικό καστ. Σχεδόν όλοι οι «παρατρεχάμενοι», όπως οι Biggs, Wedge και η αγαπημένη Jessie, όχι απλά έχουν πλέον προσωπικότητα, αλλά τους θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας. Μαζί με όλα αυτά, προστέθηκαν και κάποιοι νέοι χαρακτήρες, όπως ο Roche, όμως γενικά δεν επηρέασαν τόσο την πλοκή. Κατά βάση, μιλάμε για την ίδια ιστορία με αυτή που θυμάστε, όμως όχι ακριβώς. Για τους πιο hardcore, ίσως κάποιες αλλαγές φανούν κακές, αχρείαστες ή όπως θέλετε να τις πείτε. Μια από αυτές είναι κάτι που (δεν θεωρώ πως spoilάρω) έχετε ίσως δει σε trailers, με την εμφάνιση του Sephiroth. Στο πρωτότυπο, ο Sephiroth ήταν ένας μύθος, κάτι που ο παίκτης δεν ήξερε με τι μοιάζει ακόμα κι αφότου είχε φύγει από το Midgar, ενώ στο Remake εμφανίζεται σε κάποιες σκηνές για τις οποίες δεν θα μιλήσω. Προσωπικά, και εννοώ εντελώς προσωπικά δίχως να λέω αν είναι σωστό ή λάθος, θεωρώ πως περισσότερο βοηθούν παρά χαλάνε την εμπειρία οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές, με εξαίρεση μια σκηνή στο τέλος που με έκανε σκεπτικό όμως όχι (ακόμα, έστω) αρνητικό ως προς το τι να περιμένω μελλοντικά.
Η αγάπη που έχει δοθεί στο παιχνίδι, από πάνω έως κάτω, είναι ατέλειωτη κι αυτό αποτυπώνεται στην ευλαβική προσοχή που δόθηκε σε κάθε χαρακτήρα, στα στενά του Midgar, στα animations, στο design των εχθρών και των summons, ακόμη και στις μικρές εκφράσεις ή ιδιαιτερότητες του καθενός. Να ακούς τον γίγαντα Barret να σιγοτραγουδάει το Victory Fanfare μετά από μια μάχη, είναι το κάτι άλλο. Και αυτή η αγάπη, εξαπλώθηκε και στο soundtrack του παιχνιδιού, το οποίο είναι ένα πραγματικό αριστούργημα – με φόβο να με λιντσάρουν κάποιοι, θα πω πως πολλά τραγούδια ξεπερνούν με διαφορά τα αρχικά, όπως το Those Who Fight Further. Επικά, με την σωστή σημασία της λέξης, γεμάτα πάθος και συναίσθημα δίχως όμως να στηρίζονται στη νοσταλγία για να γεννήσουν συναισθήματα στον παίκτη. Οι Masashi Hamauzu και Mitsuto Mizuki παίρνουν την σκυτάλη από τον θρυλικό Nobuo Uematsu, ο οποίος προσέφερε ένα ολοκαίνουριο τραγούδι (“Hollow”, που τραγουδά ο Yosh) για χάρη του Remake, και συνεχίζουν την φανταστική μουσική παράδοση της σειράς.
Στον τεχνικό τομέα, δόθηκε εξίσου μεγάλη προσοχή, καθώς (σε PS4 Pro) μιλάμε για ένα από τα ομορφότερα και αρτιότερα παιχνίδια της γενιάς. Δεν αντιμετώπισα σχεδόν κανένα τεχνικό πρόβλημα, πέρα από μικρά clipping bugs όπου ρούχα περνούσαν μέσα από πράγματα, και παρότι η δράση μπορεί να γίνει πολύ «βαριά» για το μηχάνημα, με δεκάδες εκρήξεις, κίνηση και ξόρκια στην οθόνη, εκείνο ανταπεξήλθε.
Για να συνοψίσω, δίχως να αφήσω τίποτα στον αέρα, θεωρώ το Final Fantasy VII Remake ένα υποδειγματικό remake που σέβεται πολύ το πρωτότυπο υλικό όμως δεν φοβάται να πάρει ρίσκα για να παρέχει διασκέδαση τόσο σε παλιούς, όσο και νέους φίλους της σειράς. Ακόμη και αν δεν υπήρχε το Final Fantasy VII και το Remake αποτελούσε την πρώτη εμφάνιση του Cloud και της παρέας, πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδουλεμένα RPG της γενιάς, με εκπληκτική μάχη, φανταστικό και γεμάτο καστ χαρακτήρων, έναν άκρως ενδιαφέρων κόσμο και πλοκή που σε κρατάει κολλημένο στην οθόνη, όλα πλαισιωμένα από το καλύτερο soundtrack των τελευταίων χρόνων. Το Final Fantasy VII Remake πρόκειται για ένα αριστούργημα και, ελπίζω, έναν καλό οιωνό για το gaming στη δεκαετία που μόλις ξεκίνησε.
Τι σημαίνουν οι βαθμολογίες στο Busted
Μην μένεις σιωπηλός, σχολίασε και πες την άποψή σου ακριβώς παρακάτω!