Ένα μείγμα ειδών, το Ori and the Blind Forest εντυπωσιάζει, συγκινεί και δοκιμάζει.
Στα πρώτα δέκα λεπτά του παιχνιδιού, είχα ήδη σχεδόν βουρκώσει. Λίγο τα πανέμορφα, ζωγραφισμένα στο χέρι γραφικά, λίγο η χαλαρή μουσική, λίγο οι χαριτωμένοι χαρακτήρες, κι άλλο λίγο η στιγμή και αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά μου — όλα αυτά βοήθησαν στο να φτάσω σε εκείνο το σημείο, για το οποίο δεν θα επεκταθώ για να μην χαλάσει η μαγεία.
Η μαγεία που δημιούργησε η Moon Studios, λοιπόν, έχει να κάνει με ένα πνεύμα του δάσους, τον Ori, που καλείται να εμφυσήσει ξανά ζωή σε ένα νεκρό δάσος — και σαν να μην έφτανε αυτό, ορισμένες προσωπικές κακοτυχίες μας “δένουν” ακόμα περισσότερο με τον συμπαθητικό, νεαρό και ναζιάρικο χαρακτήρα του. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται μερικές γενναίες ενέργειες, για τις οποίες δεν θα μιλήσω ξανά ελέω ιστορίας.
Όντας ένα ζωηρό και μικροκαμωμένο πλασματάκι, ο Ori έχει μια ιδιαίτερη χάρη κι ελαφρότητα στον χειρισμό του, εκτελώντας ευκολία σκαρφαλώματα και διπλά άλματα. Για χάρη του gameplay, ο τρόπος που κυκλοφορείτε στο δάσος γίνεται με την κάμερα στο πλάι και το περιβάλλον σε 2D μορφή. Για τις μάχες χρησιμοποιείται ένα σύστημα αυτόματου κλειδώματος στόχου στον κοντινότερο εντός εμβέλειας εχθρό, και με το πάτημα ενός πλήκτρο ο Ori επιτίθεται.
Η δομή του δάσους και των γύρω περιοχών είναι “Metroidvania“, δηλαδή ένας μεγάλος κι ενιαίος κόσμος όπου αρχικά αξεπέραστα εμπόδια σας κλείνουν τον δρόμο, τα οποία όμως μπορείτε να εξαφανίσετε αργότερα όταν αποκτάτε τα εργαλεία ή τις δυνάμεις που απαιτούνται. Μιλώντας γι’ αυτό, υπάρχει ένα σύστημα αναβάθμισης για τις ικανότητες του Ori με τρία διαφορετικά μονοπάτια που αναβαθμίζουν: την δύναμη των επιθέσεών του και την ζωντανή σφαίρα ενέργειας ονόματι Sein να δουλεύει ως το όπλο του, ένα άλλο για την ενέργεια και ζωή του Ori, κι ένα άλλο για διάφορες ικανότητες. Για να αναβαθμίσετε οτιδήποτε, χρειάζεστε orbs που συλλέγετε είτε από εχθρούς, είτε από κρυμμένα σημεία στον μεγάλο χάρτη.
Έναν χάρτη τόσο μεγάλο, που το μπρος-πίσω το οποίο είναι απαραίτητο, δεν με πείραξε καθόλου. Συνεχώς ανακάλυπτα πράγματα και νέους δρόμους, με απίθανες συνδέσεις σε μέρη που είχα ήδη επισκεφτεί. Η Moon Studios δεν έπεσε στην παγίδα των ανακυκλωμένων τόπων ή σχεδιασμού που “κολλάει” απίθανα πράγματα απλά και μόνο για να κάνει την “χάρη” στο gameplay, καθώς κάθε μέρος έχει δική του ταυτότητα όμως ξεχωρίζει ως μέρος του συνόλου, του δάσους, το οποίο φαίνεται σαν να έχει προσωπικότητα, παίρνοντας ζωή μέσα από το ξεχωριστό design του δημιουργού.
Για να συλλέξετε τα διάφορα collectibles που υπάρχουν στο δάσος πρέπει να κάνετε πολύ μπρος-πίσω με νέες ικανότητες και δυνάμεις, συχνά όμως το κάνετε και για τις ανάγκες της προόδου. Αυτό δεν είναι καθόλου κακό, μιας και τα νέα μονοπάτια του δάσους ανοίγουν και συγκρούσεις με νέους εχθρούς ή platforming προκλήσεις. Μετά από μερικές ώρες θα πρέπει να έχετε πλήρη κατανόηση και ομαλή χρήση πολλαπλών πλήκτρων και δυνάμεων ταυτοχρόνως, όπως το να σκαρφαλώνετε έναν τοίχο ενώ παράλληλα επιτίθεστε σε έναν εχθρό που παραμονεύει από κάτω! Στα μετέπειτα στάδια, το παιχνίδι δεν συγχωρεί, και γι’ αυτό ευθύνεται όχι μόνο η δυσκολία της περιήγησης ή της μάχης, αλλά και το σύστημα checkpoint.
Χρησιμοποιώντας ενέργεια, ο Ori δημιουργεί μόνος του τα σημεία αποθήκευσης, που είναι ευχή και κατάρα — η ενέργεια που χρησιμοποιείται είναι η ίδια με αυτήν που χρειάζεστε για δυνατές επιθέσεις ή άλλες special χρήσεις, κι έτσι στις αρχές σίγουρα θα βρεθείτε χωρίς ενέργεια και τρόπο να την επανακτήσετε, έχοντας αποθηκεύσει σε ένα πολύ άσχημο σημείο. Γενικότερα, υπάρχουν μερικά “αγκάθια” όσον αφορά τον ρυθμό του τίτλου, όχι ως προς την μετάδοση της ιστορίας όσο την ξαφνική δυσκολία ορισμένων σημείων, που ευτυχώς όμως δεν διαρκούν πολύ κι ούτε παραμένουν φράγμα για παραπάνω από 2-3 προσπάθειες.
Δεν ήθελα αρχικά να αφιερωθώ στα γραφικά, όμως τώρα θα τα τιμήσω. Ολόκληρο το παιχνίδι είναι σχεδιασμένο και ζωγραφισμένο στο χέρι, μια φρέσκια πινελιά στην πληθώρα πρόσφατων τίτλων που μοιάζουν να είναι βγαλμένοι από το ίδιο εργοστάσιο. Η ευκινησία του Ori αποτυπώνεται τέλεια μέσω του στυλ αυτού, το οποίο βελτιώνεται ακόμα περισσότερο με πειστικά και όμορφα animations. Η παλέτα χρωμάτων εναλλάσσεται συνεχώς κρατώντας μερικά χρώματα κοινά μεταξύ των περιοχών, τα οποία κυρίως είναι σκούρα ή αποχρώσεις του μπλε — η μαγευτική ατμόσφαιρα χαρακτηρίζεται από δυστυχία και μια σπίθα ελπίδας, με τους δημιουργούς να μην αφήνουν ποτέ να υπερισχύει το δεύτερο.
Παρότι ο μόνος ήχος που θα βγει από τα ηχεία σας είναι τα εφέ του περιβάλλοντος και η μουσική επένδυση, κάθε άλλο παρά φτωχός μπορεί να χαρακτηριστεί. Το soundtrack είναι γεμάτο συναισθήματα και μελωδίες που κάνουν το δάσος έναν χαρακτήρα από μόνο του, κι αν μου ζητούσατε σύγκριση, θα έλεγα πως είναι μια λιγότερο επική έκδοση του Shadow of the Colossus — “λιγότερο επική” λόγω της μικρότερης κλίμακας και μόνο. Δείτε με ακουστικά την εισαγωγική σκηνή και θα με καταλάβετε.
Τεχνικά, τα μοναδικά προβλήματα που αντιμετώπισα στις ώρες μου με το παιχνίδι ήταν μια σπάνια και πολύ σύντομη πτώση στα καρέ ανά δευτερόλεπτο και τίποτα άλλο. Αν αναλογιστούμε ότι το μόνο άλλο κακό σημείο του παιχνιδιού είναι μερικά σημεία υπερβολικά αυξημένης δυσκολίας, τότε μιλάμε για έναν πολύ συμπαγή τίτλο.
Κλείνοντας, ανακεφαλαιώνω. Το Ori and the Blind Forest πρόκειται για ένα αριστούργημα από πολλές απόψεις. Πανέμορφη αισθητική, ήχος και ιστορία συνοδευόμενα από απαιτητικό πλην δίκαιο και με ωραία ροή gameplay είναι ο τρόπος που θα χαρακτήριζα το παιχνίδι. Με μεγάλη ανακούφιση και χαρά σας λέω πως προτείνω να το παίξετε, και να χαθείτε στο σκοτεινό δάσος.
[wp-review]
Ταυτότητα παιχνιδιού
Πλατφόρμα που χρησιμοποιήθηκε για review: Xbox One
Είδος: Platforming
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 14/03/2015
Κυκλοφορεί για: Xbox One, PC, Xbox 360 (μελλοντικά)
Εκδότρια Εταιρεία: Microsoft Studios
Εταιρεία Ανάπτυξης: Moon Studios
Μην μένεις σιωπηλός, σχολίασε και πες την άποψή σου ακριβώς παρακάτω!