Ένα καλό «κέρασμα» για το Halloween, όμως όχι πολλά περισσότερα, το remake του MediEvil επιτέλους έφτασε στις κονσόλες μας.
Ο μοχθηρός μάγος Zarok επέστρεψε, και σκοπεύει να καταλάβει όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από το Gallowmere. Εκεί, προς κακή του τύχη, βρίσκεται ο θρυλικός ήρωας Sir Daniel Fortesque, ο γενναίος πολεμιστής που προ αμνημονεύτων ετών έβαλε τέλος στην τυραννία του Zarok, χάνοντας τη ζωή του στη μεγάλη αυτή μάχη.
Τα πράγματα έγιναν δεν έγιναν ακριβώς έτσι, βέβαια, καθώς ο Sir Daniel ήταν ο πρώτος που πέθανε κατά τη σύγκρουση με τον στρατό του Zarok, από ένα… αδέσποτο βέλος στην αρχή της μάχης. Η παράξενη τύχη του, όμως, τον έκανε διάσημο ως τον ήρωα του Gallowmere, παρότι είναι κάθε τι άλλο παρά ήρωας. Με την επιστροφή του Zarok, ο σκελετωμένος πλέον Sir Daniel έχει μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξει τι πραγματικά είναι, και με τη βοήθεια απόκοσμων δυνάμεων σηκώνεται για να αντιμετωπίσει ξανά τον πανίσχυρο μάγο. Όμως, είναι αρκετά ηρωικός για να τα καταφέρει; Εκατό χρόνια θανάτο, ίσως τον δίδαξαν κάτι.
Το remake του MediEvil κυκλοφορεί 21 χρόνια μετά τον πρωτότυπο τίτλο του PlayStation, και η Other Ocean Interactive έβαλε τα δυνατά της για να το κάνει όσο το δυνατόν πιο πιστό στην αρχική κυκλοφορία… με τα καλά, και τα κακά της. Η αλήθεια είναι πως, πέρα από αισθητικές διαφορές όπως επιπλέον οπτικά εφέ ή μικροαλλαγές σε διαλόγους και cutscenes, το παιχνίδι είναι σχεδόν ίδιο με το αρχικό, με λεπτομέρειες όπως την τοποθέτηση εχθρών και αντικειμένων να παραμένει ίδια.
Η Other Ocean, λοιπόν, στοχεύει κυρίως στους «παλιούς», στη νοσταλγία τους, και τους προσφέρει ακριβώς αυτό που ζητούν: την κλασική εμπειρία, με μοντέρνα γραφικά. Η εμπειρία αυτή αποτελείται από hack-and-slash μάχες, ελαφρύ platforming, γρίφους, και bosses κάθε λίγες πίστες – δηλαδή, τα «τυπικά» για την τότε εποχή, όπου παιχνίδια όπως Crash Bandicoot και Spyro the Dragon μεσουρανούσαν στην κονσόλα της Sony με παρόμοια στοιχεία στον βασικό κορμό τού gameplay τους.
O Sir Daniel, οπλισμένος με σπαθί και ασπίδα κατά κύριο λόγο, αλλά και δευτερεύοντα όπλα όπως μια βαλλίστρα ή το… διαμελισμένο του χέρι, αντιμετωπίζει κάθε λογής ζωντανούς νεκρούς, δαίμονες, τέρατα και πολλά ακόμη στον δρόμο του προς το «κρυσφήγετο» του Zarok για τη μάχη που θα αποκαταστήσει την τιμή τού ιππότη και θα εξασφαλίσει πως, με κάθε τιμιότητα, είναι πλέον ήρωας.
Ένας άλλος θανάσιμος εχθρός του Sir Daniel, είναι, δυστυχώς, το gameplay. Σίγουρα, πρόκειται για κάτι που θα διχάσει, καθώς εκεί που άλλοι εκτιμούν την πιστότητα στο αρχικό παιχνίδι, άλλοι βλέπουν πως πρόκειται ξεκάθαρα για παιχνίδι που ανήκει σε άλλη εποχή. Η ακρίβεια του Sir Daniel στην κίνηση, τα άλματα ή ακόμη και τα χτυπήματα με τα όπλα του, είναι πολύ χαμηλή και συχνά πρόκειται για μεγαλύτερο πρόβλημα από τον οποιονδήποτε εχθρό ή εμπόδιο βρίσκεται μπροστά.
Σε αυτό, δεν βοηθάει η κάμερα, η οποία κινείται ελεύθερα και συχνά δε βοηθάει την κατάσταση, όμως υπάρχουν και περιοχές όπου κλειδώνει σε μια γωνία και τα πράγματα πηγαίνουν ακόμη χειρότερα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα αρκετά νωρίς, όπου σε μια από τις αρχικές πίστες, ο Sir Daniel πρέπει να αποφύγει μια σειρά από βράχους καθώς ανεβαίνει έναν λόφο, και οι «κρυψώνες» στα πλάγια του μονοπατιού είναι τεράστιες παγίδες – δεν σκαρφαλώνονται εύκολα, και μια λάθος κίνηση μπορεί να σε οδηγήσει σε θάνατο και επανάληψη της πίστας.
Βέβαια, δεν είναι όλα αρνητικά. Μια μικρή αλλά θετική αλλαγή στην οποία προχώρησε η Other Ocean, επιτρέπει στον παίκτη να φέρει την κάμερα στον ώμο τού Sir Daniel, είτε απλώς για να δει κάτι (κρυμμένο μονοπάτι ή αντικείμενο, ίσως), είτε για να σημαδέψει ένα από τα throwables στην κατοχή του. Μια πολύ καλή σκέψη, που δίνει μια μοντέρνα γεύση στο παιχνίδι, και με κάνει να αναρωτιέμαι: γιατί δεν πάρθηκαν άλλες τέτοιες ελευθερίες;
Όσο προχωράτε στο παιχνίδι, θα αποκτήσετε πρόσβαση σε όλο και περισσότερα αντικείμενα, όπως ασπίδες, σπαθιά, σφυριά και πολλά ακόμη, τα οποία πρέπει να εναλλάσσετε κατά περίπτωση. Το παιχνίδι προσφέρει δύο weapon slots, μεταξύ των οποίων αλλάζειτε με το Δ, όμως για οτιδήποτε άλλο, πρέπει να μπείτε στο inventory και να ορίσετε το αντικείμενο που θέλετε σε μια από τις δύο θέσεις. Πόσο θα βοηθούσε ένα μενού γρήγορης πρόσβασης, όπου κρατώντας το Δ και σε συνδυασμό με τον αναλογικό μοχλό, διαλέγετε το όπλο που χρειάζεστε; Είναι διάφορα τέτοια, μικρά πράγματα που θα μπορούσαν να εκμοντερνίσουν την εμπειρία, δίχως να αλλοιώσουν την ταυτότητα του παιχνιδιού.
Γιατί, κατά την άποψή μου, το MediEvil δεν ξεχώρισε ποτέ για το gameplay του. Η μάχη πάντα ήταν… αέρινη, το platforming ανακριβές, και η δυσκολία αρκετά υψηλή (κυρίως λόγω των παραπάνω). Αυτό που έκανε το MediEvil ξεχωριστό, ήταν οι χαρακτήρες, ο σχεδιασμός τού κόσμου και το χιούμορ του. Ήταν ένας κόσμος που ήθελα να εξερευνήσω, γιατί ο Sir Daniel, παρότι… φιδέμπορας, είχε αλληλεπιδράσεις με τους γύρω του που προκαλούσαν γέλιο και χάρηκα όταν, εν τέλει, απέδειξε την αξία του κόντρα στην φήμη που είχε αποκτήσει. Η πλοκή είναι επίσης αρκετά καλογραμμένη ώστε να λειτουργεί δίχως να κουράζει, σε ένα επίπεδο μοντέρνας ταινίας σχεδιασμένης για παιδιά, που όμως και οι ενήλικες απολαμβάνουν εξίσου πολύ.
Εξερευνώντας το Gallowmere, βρίσκετε μυστικά κάθε είδους, και το «ζουμί» του παιχνιδιού παραμένει στον κόσμο του, κατ’ εμέ. Σκοτώνοντας αρκετούς εχθρούς, ξεκλειδώνετε ένα Chalice ανά επίπεδο, το οποίο αφότου το βρείτε, επιστρέφει στο Hall of Heroes – τη μεγάλη αίθουσα όπου βρίσκονται τα αγάλματα των ηρώων του Gallowmere. Οι πάλαι ποτέ σύμμαχοι τού Sir Daniel προσφέρουν τη βοήθειά τους στον ήρωά μας, με τη μορφή επιπλέον όπλων ή άλλων αντικειμένων, όσο φέρνετε περισσότερα Chalices. Το κυριότερο από όλη τη διαδικασία, για εμένα, παραμένουν οι διάλογοι μεταξύ των πραγματικών ηρώων και του «αποτυχημένου» Sir Daniel – από τα… τιποτένια αγάλματα-θυρωρούς που ειρωνεύονται τον πρωταγωνιστή, ως τους ήρωες που αναρωτιούνται πώς αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να αποκτήσει αυτή τη φήμη, οι διάλογοι είναι ξεκαρδιστικοί και το χιούμορ παραμένει επιτυχημένο ακόμη και δυο δεκαετίες αργότερα.
Φυσικά, όλα τα επιπλέον πράγματα που συγκεντρώνετε, δεν είναι απλώς διακοσμητικά. Τα bosses του παιχνιδιού, είναι ένα από τα άλλα επιτυχημένα σημεία του. Σε αντίθεση με τους βαρετούς, απλούς εχθρούς, απαιτούν περισσότερη στρατηγική σκέψη και συνδυασμό των όσων έχετε στην κατοχή σας, δίνοντας ζώη (χιουμοράκι!) στην, κατά τα άλλα, αναιμική μάχη τού παιχνιδιού. Βέβαια, συνήθως πρόκειται για μάχες τύπου «χτύπα το boss στο εξώφθαλμο Χ σημείο», όμως ακόμη κι αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Με μόλις τρεις ενέργειες να αποτελούν τον κορμό της μάχης – επίθεση εμπρός, κυκλική επίθεση και ύψωμα ασπίδας – αφήνονται αρκετά στη φαντασία του παίκτη μέσα από τον συνδυασμό όπλων, κάτι που ίσως μαρτυρά βλέψεις για κάτι μεγαλύτερο από το παιχνίδι που τελικά λάβαμε το 1998 (θυμίζω πως η τότε Guerrilla Cambridge ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση και η Sony την εξαγόρασε το 1997, όταν το MediEvil ήταν στα τελευταία στάδια ανάπτυξής του).
Το MediEvil ζητάει περίπου 10 ώρες έως τον τερματισμό, και η πρόοδος γίνεται μέσα από μια σειρά levels που ξεκλειδώνονται διαδοχικά, ενώ στο τέλος κάθε πίστας, επιστρέφετε στο Hall of Heroes. Άλλες πίστες διαρκούν ικανοποιητικά πολύ, κι άλλες απογοητευτικά λίγο, καθώς κυρίως εξυπηρετούν τον σκοπό του να προχωρήσουν την ιστορία εμπρός ή να παρουσιάσουν ένα νέο μέρος. Συνολικά όμως, θεωρώ πως το παιχνίδι είναι στο κατάλληλο σημείο ώστε να περνά ευχάριστα από την αρχή έως το τέλος.
Από άποψη γραφικών, κάτι στο οποίο δεν αναφέρθηκα έως τώρα, πρόκειται για μια πολύ σεβαστή προσπάθεια μιας μικρής εταιρείας. Ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψω, ίσως, είναι πως πρόκειται για το παιχνίδι του 1997 με τα γραφικά του σήμερα: κομψό, λεπτομερές, κρατώντας τον μεσαιωνικό χαρακτήρα και το σκοτεινό χιούμορ απείραχτα. Η μετάβαση σε μια νεότερη κονσόλα, τρεις γενιές αργότερα, έγινε δίχως να χαθεί κάτι από την αρχική μαγεία. Μέρος του «πακέτου» χαρακτήρα που διαθέτει το MediEvil, είναι και η φανταστική του μουσική, που στήνει το σκηνικό πολύ καλά και επίσης μεταφέρθηκε με απόλυτη πιστότητα από το αρχικό παιχνίδι. Φαίνεται παντού πως οι Other Ocean και Sony ήθελαν να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο πιστοί στο παιχνίδι που πρωτοπαίξαμε τότε, κρατώντας απείραχτες ακόμη και λεπτομέρειες όπως ηχητικά εφέ ή διαλόγους.
Κάτι αξιοσημείωτο πριν το κλείσιμο, είναι η συμπερίληψη πλήρους ελληνικής μεταγλώττισης που διαθέτει το παιχνίδι. Παρότι μια μικρότερης κλίμακας κυκλοφορίας, καθώς η τιμή λιανικής του ορίζεται στα 29.99€, η Sony αφιερώθηκε στο να κάνει μια αρκετά αξιόλογη δουλειά με την μεταγλώττιση, και θεωρώ πως είναι άξιο αναφοράς και συγχαρητηρίων – όχι μόνο για την κίνηση, αλλά και για το τελικό αποτέλεσμα. Όσοι παίξουν στα ελληνικά, δεν θα χάσουν κάτι σημαντικό σε σχέση με την πρωτότυπη γλώσσα του παιχνιδιού. Τέλος, όπως ανέφερα και πάνω, η τιμή τού παιχνιδιού κυμαίνεται σε αμιγώς budget επίπεδα, κάνοντάς το μια φανταστική πρόταση για όσους το σκέφτονται ή δεν θέλουν να επενδύσουν πολλά χρήματα σε ένα (σύντομο, κιόλας) remake τόσο παλιού τίτλου, όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι. Κάποια bugs, όπως το να κολλούν οι εχθροί μέσα σε τοίχους, υπάρχουν και προφανώς οφείλονται στο μειωμένο budget παραγωγής που είχε στη διάθεσή της η Other Ocean, όμως δεν πιστεύω πως πρόκειται για πράγματα που θα χαλάσουν την εμπειρία.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια πολύ καλή προσπάθεια από μια σχετικά μικρή εταιρεία, η οποία προσπάθησε (και κατάφερε) να μείνει πάρα πολύ κοντά στην πρωτότυπη εμπειρία – για καλό και κακό. Η επιμονή να αναπαράγει το αρχικό παιχνίδι, αντί να το μετατρέψει σε κάτι πιο μοντέρνο, είναι το σημείο που θα κρίνει την αγορά για πολλούς: το αρχαϊκό design, η ανακρίβεια και η απλότητα, είναι αρκετά για να σας κρατήσουν μακριά; Ή δεν σας πειράζει, κι αντιθέτως, ο χαρακτήρας του καστ και ο πανέμορφος κόσμος, σας τραβούν στο Gallowmere; Προσωπικά, πέρασα ένα όμορφο δεκάωρο με το παιχνίδι, θυμήθηκα τα νιάτα μου και γέλασα με το διαχρονικό χιούμορ που παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο, όσο κι αν… έβριζα σε πολλά σημεία όπου το παιχνίδι έδειχνε, ξεκάθαρα, την ηλικία του. Όμως, πολλές φορές, αυτό είναι αρκετό.
Μην μένεις σιωπηλός, σχολίασε και πες την άποψή σου ακριβώς παρακάτω!