Left Alive

Ηχηρά ονόματα, μεγάλος εκδότης, αγαπημένο σύμπαν (Front Mission) κι ενδιαφέρον gameplay σε ένα παιχνίδι. Κι όμως, το Left Alive κατάφερε να απογοητεύσει, έχοντας όλα τα παραπάνω.

Μερικά παιχνίδια είναι τόσο άσχημα, που τα απολαμβάνεις ακριβώς για αυτό – έχει πλάκα να περνάς τον χρόνο σου με κάτι αντικειμενικά κακό και να γελάς με το πόσο κακό είναι. Άλλα παιχνίδια, είναι άσχημα και σε στεναχωρούν, διότι μέσα στην όλη ασχήμια τους, βλέπεις πως έχουν όλα τα φόντα να κάνουν κάτι εκπληκτικό, όμως σταματούν λίγα βήματα πριν το πετύχουν. Το Left Alive, για καλή και κακή του τύχη, το κατατάσσω στην δεύτερη κατηγορία, και δεν ξέρω αν αυτό το λες κοπλιμέντο ή προσβολή.

Ανακοινώθηκε πριν δύο χρόνια, κατά την παρουσίαση της Square Enix στην έκθεση E3 2017, και αμέσως τράβηξε τα βλέμματα: το γεμάτο ίντριγκα σύμπαν της σειράς Front Mission, με την μοναδική τέχνη τού Yoji Shinkawa (Metal Gear) και τον σκηνοθέτη των πρόσφατων Armored Core στο τιμόνι, έδωσαν αμέσως ξεχωριστή ταυτότητα στο παιχνίδι. Κατά βάση survival stealth παιχνίδι, το Left Alive επίσης συγκρίθηκε με το Metal Gear, και όλοι αναρωτιόμασταν αν η Square Enix είχε στα χέρια της έναν διάδοχο για την αγαπημένη stealth σειρά που η Konami φαίνεται να έχει ξεχάσει.

Στο Left Alive, χειρίζεσαι τρεις χαρακτήρες που διαθέτουν έκαστος τα δικά τους κεφάλαια και ιστορία στην συνολική πλοκή: τον Mikhail, την Olga και τον Leonid. Ο Mikhail είναι ένας νεαρός πιλότος Wanzer (τα mechs του σύμπαντος), ο οποίος βρίσκεται αβοήθητος και μόνος μέσα σε εμπόλεμη ζώνη, ενώ ο πόλεμος μεταξύ των χωρών Ruthenia και Garmonia μαίνεται δίχως σταματημό. Έπειτα, η Olga είναι αξιωματικός της αστυνομίας του τμήματος της Nova Slava, πόλης της Garmonia που κατακτήθηκε από τη Ruthenia (η Garmonia είναι οι «κακοί» της σειράς ας σημειωθεί). Και τέλος, ο Leonid είναι ηγέτης μιας αντιστασιακής οργάνωσης, όμως τα πράγματα θολώνουν όταν κατηγορείται για φόνο και τα πάνω έρχονται κάτω.

Η ιστορία, χωρισμένη σε 14 κεφάλαια, εναλλάσσεται μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών για να κρατάει φρέσκια την πλοκή και να αφήνει όσα χρειάζονται στον «αέρα» ώστε να υπάρχει αμείωτο ενδιαφέρον για τις περίπου 12 ώρες που διαρκεί. Πράγματι, δεν μπορώ να πω πως η ιστορία είναι από τα άσχημα σημεία του τίτλου. Ο πόλεμος, και το τι αυτό συνεπάγεται για απλούς κατοίκους έως στρατιώτες της πρώτης γραμμής, είναι ξεκάθαρα το θέμα της και το χειρίζεται αρκετά καλά, δείχνοντάς μας τα πράγματα από πολλές οπτικές γωνίες. Μάλιστα, στη διάρκεια των αποστολών, είναι δυνατόν να βρεις επιζήσαντες σε διάφορα μέρη, που σου προσφέρουν είτε μια ευκαιρία για διάλογο, είτε μια υπό-αποστολή – οι απαντήσεις που δίνεις σε τέτοιες ευκαιρίες, κρίνουν τα πολλαπλά τέλη που μπορείς να έχεις για κάθε έναν από τους χαρακτήρες.

Βέβαια, η γραφή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την απόδοση. Παρά την, γενικώς καλή, ποιότητα του σεναρίου, η απόδοση των ηθοποιών είναι στην καλύτερη περίπτωση κάτι ανάμεικτο. Ενώ κάποιες φορές δείχνουν πολύ καλό εαυτό, κάποιες άλλες είναι σαν να διαβάζουν το κείμενό τους όπως ένα μήνυμα φίλου στο Messenger που μοιράζονται φωναχτά με την παρέα.

Από άποψης παρουσίασης, είναι επίσης ποιοτικό, είτε στον γενικό σχεδιασμό των ρομπότ, στρατιωτών και κόσμου, είτε στα μενού, και σε όλα αυτά φαίνεται η συνεισφορά τού Yoji Shinkawa. Στυλάτο, περίτεχνο και ουκ ολίγες φορές, διαφορετικό από όσα υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά, το Left Alive ορθώς τράβηξε και τραβάει τα βλέμματα όποιων το κοιτάζουν.

Δυστυχώς, αν το κοιτάζεις και όλα βρίσκονται εν κινήσει, τα πράγματα αλλάζουν λίγο. Η ποιότητα των animations, ακόμα και για πολύ βασικές κινήσεις, είναι φτωχή. Το «αγαπημένο» μου κομμάτι στα animations είναι να περπατάω σκυφτός, καθώς πάνω από τη μέση παραμένω άκαμπτος, ενώ κάτω από τη μέση φαίνεται σαν να κατοικεί άλλος άνθρωπος στο σώμα μου και να κινείται αυτόνομα – είναι φανταστικά κακό, όπως σημείωσα στην αρχή.

Ο χειρισμός είναι ιδιαίτερα ανακριβής, επίσης, κάτι που συνδέεται και με τα animations: έχοντας τη δυνατότητα να εκτελείς κινήσεις όπως τούμπες για να ξεγλιστράς γρήγορα από κάλυψη σε κάλυψη, είναι απορίας άξιο πώς όλα μοιάζουν τόσο μηχανικά στην πράξη ενώ οι χαρακτήρες είναι τόσο ευέλικτοι. Ακόμη και το απλό σύστημα κάλυψης, λειτουργεί με τα… κέφια του. Μπορείς να κρυφτείς πίσω από κιβώτια, και ενώ στα 5 μέτρα υπάρχουν ακριβώς τα ίδια κιβώτια, για κάποιο λόγο το παιχνίδι σου απαγορεύει να κολλήσεις επάνω τους. Το σημάδι, δε, είναι δύσκολο καθώς ο χαρακτήρας μοιάζει να σημαδεύει κρατώντας το όπλο με ξυλοπόδαρα, καθώς η οποιαδήποτε ελαφριά κίνηση ακριβείας μεταφράζεται σε γρήγορη στροφή.

Και αυτό μας φέρνει στο «ζουμί» του παιχνιδιού, όπου όλα φτιάχνονται και χαλάνε ταυτόχρονα: το gameplay. Στο Left Alive, προσπαθείς κυρίως να επιβιώσεις κι όχι τόσο να αντιστρέψεις τους ρόλους στη μάχη. Αυτό σημαίνει πως, κατά κύριο λόγο, πρέπει να παίξεις έξυπνα, «μαζεμένα» και να κάνεις σωστή χρήση των προμηθειών σου καθώς είναι όντως πολύτιμες και η άσκοπη χρήση «πονάει». Ο κύριος τρόπος να παίξεις επί ίσοις όροις ενάντια στον εχθρικό στρατό, είναι να κατασκευάσεις διάφορες παγίδες και ιδιοκατασκευές, όπως νάρκες ή μολότοφ, και φυσικά, να συλλέγεις όπλα και πυρομαχικά τα οποία χρησιμεύουν ως τελευταία γραμμή άμυνας κι όχι ως βασικό εργαλείο μάχης. Υλικά βρίσκεις διάσπαρτα ή σε πτώματα, ενώ μια ωραία λεπτομέρεια είναι πως τα πτώματα με μωβ περίγραμμα είναι παίκτες που πέθαναν στο σημείο εκείνο – κάτι που «δανείστηκε», περίπου, από τα Souls.

Είναι αλήθεια πως το stealth είναι ίσως το βασικότερο στοιχείο του παιχνιδιού, καθώς είσαι μόνος, αβοήθητος, δίχως εξοπλισμό και σε ξένα χώματα ενάντια σε ένα στρατό που έχει τα ακριβώς αντίθετα. Έτσι, όταν όλα τα κομμάτια του παζλ πέφτουν στο κατάλληλο σημείο, το Left Alive είναι ένα αξιέπαινο υποκατάστατο τού Metal Gear, καθώς η αδρεναλίνη που ένιωθα ανά σημεία μου θύμιζε τη σειρά του Kojima στα  ντουζένια της. Όμως, όταν όλα πήγαιναν στραβά, καταλάβαινα πως ήταν κάθε άλλο παρά αυτό.

Όπως προείπα, η στόχευση είναι δύσκολη, και σίγουρα δεν βοηθούν οι εχθροί σε αυτό. Το ΑΙ φαίνεται να έχει δύο καταστάσεις λειτουργίας: «θεϊκά επίπεδα» και «απόλυτος βλαξ». Οι εχθροί είτε σε καταλαβαίνουν από δεκάδες μέτρα μακριά, ίσως τηλεπαθητικά, είτε αγνοούν την ύπαρξή σου ενώ βρίσκεσαι εκατοστά μακριά τους. Στη σύγχυση συμβάλλει και η έλλειψη μηχανισμού stealth takedown, καθώς παρότι μπορεί να είσαι σε πλεονεκτική θέση και ακριβώς πίσω από έναν εχθρό που δεν σε έχει καταλάβει ακόμη, πρέπει να εκτελέσεις τρία χτυπήματα με melee όπλο για να τον ρίξεις στο έδαφος κι έπειτα να κάνεις melee takedown όσο βρίσκεται κάτω. Φυσικά, αυτό απαιτεί αρκετά δευτερόλεπτα, κατά τα οποία ένας άλλος εχθρός ενδέχεται να έχει έρθει τόσο κοντά ώστε όλο σου το πλεονέκτημα να χαθεί. Τέλος, οι εχθροί είναι τόσο ανθεκτικοί ενάντια σε ζημιά, που ακόμη και πολλαπλά headshots δεν αρκούν ώστε να τους διώξουν από τον μάταιο τούτο κόσμο.

Ευτυχώς, η αντίθεση των παραπάνω είναι οι μάχες με Wanzer, τα σημεία δηλαδή στα οποία χειρίζεσαι τα γνωστά mechs που έκαναν γνωστή τη σειρά. Παρότι λίγες οι φορές και κάποιες από αυτές αρκετά σύντομες, οι μάχες με Wanzer με έκαναν να νιώθω ισχυρός ενώ σε όλο το υπόλοιπο παιχνίδι ένιωθα πως ίσως έπρεπε να ζητάω συγγνώμη σε όλους για την αδύναμη ύπαρξή μου. Δυστυχώς όμως, πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία ακόμη, καθώς με το ταλέντο που προφανώς φαίνεται πως υπάρχει, μπορούσαν να γίνουν πολλά περισσότερα με τα mechs από μικρού μήκους αποστολές.

Άλλες παράξενες επιλογές design περιλαμβάνουν το παράξενο σύστημα checkpoint, εκ των οποίων υπάρχουν τόσο λίγα που είναι σχεδόν άδικο σε ένα τόσο δύσκολο παιχνίδι, καθώς ο θάνατος συνεπάγεται χάσιμο προόδου (άρα και χρόνου). Τα μεγάλα περιβάλλοντα, που μπορείς να εξερευνήσεις και να ανακαλύψεις πράγματα όπως στοιχεία για τον κόσμο ή αντικείμενα, είναι μεν αρκετά ελκυστικά όμως συνήθως δεν προσφέρουν κάτι παραπάνω – πολλές φορές θα βρεθείς προ αδιεξόδου και αναρωτιέσαι ποιος ο λόγος.

Υποψιάζομαι πως ο κύριος λόγος που το Left Alive απογοητεύει, είναι το budget. Παρότι παιχνίδι των 69.99€, δεν δικαιολογεί το αντίτιμό του, ούτε από άποψη μήκους, ούτε μεγέθους, ούτε τεχνικού τομέα. Τα γραφικά του, δίχως υπερβολή, δεν διαφέρουν πολύ από έναν top τίτλο του PlayStation 3, και φυσικά, ανέλυσα προηγουμένως τα animations. Είναι μια αξιόλογη προσπάθεια και ένα παιχνίδι σε είδος που δεν έχουμε «χορτάσει» αυτή τη γενιά, όμως νομίζω πως λανσάρισμα σε budget τιμή θα βοηθούσε τόσο τις κριτικές, όσο και τις πωλήσεις του. Παρόλα αυτά, όσα χρήματα κι αν δόθηκαν για το soundtrack, ήταν μια καλή επένδυση, καθώς η μουσική συνοδεύει άψογα τις καταστάσεις που ζεις και αν είχε γίνει λίγο καλύτερη δουλειά στις δυναμικές αλλαγές της, θα βοηθούσε και στη ροή του gameplay — ένας εχθρός που σε εντοπίζει, κλπ.

Κλείνοντας λοιπόν, θα σταθώ στο ότι πρόκειται ξεκάθαρα για μια ΑΑ και όχι ΑΑΑ προσπάθεια, παρά την τιμή του, και αυτό βοηθάει να καταλάβουμε τη θέση του ανάμεσα σε τόσα άλλα παιχνίδια. Κάνει κάτι όχι τόσο συχνό, προσφέρει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία ώστε να σου κρατήσει την προσοχή, όμως «σκοντάφτει» πολύ συχνά και θεωρώ πως όλα του τα προβλήματα θα λύνονταν με λίγο περισσότερο χρόνο «στον φούρνο» και μεγαλύτερο budget. Στην κατάσταση που είναι, εννοώντας δίχως να έχει λάβει patches που βελτιώνουν πράγματα, δεν είναι παιχνίδι που δικαιολογεί την επένδυση των 70€. Σκεφτείτε το σαν ένα Vampyr – καλή ιδέα και καλό παιχνίδι ανά σημεία, όμως σίγουρα όχι για την αρχική του τιμή — είναι παιχνίδι που σίγουρα θα πρότεινα σε όποιον ενδιαφερόμενο το έβρισκε έως τα 30€. Αν θέλετε πάσει θυσία να καλύψετε το κενό του Metal Gear, ίσως σας τραβήξει, όμως για τους υπόλοιπους, η αποστολή θα είναι πολύ δυσκολότερη.

[vc_row][vc_column width=”1/2″][/vc_column] [vc_column width=”1/2″]

Πλατφόρμα που χρησιμοποιήθηκε για Review: PlayStation 4 Pro
Είδος Παιχνιδιού: Stealth, Action
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 8/3/2019
Κυκλοφορεί για: PlayStation 4, PC
Εταιρεία Ανάπτυξης: Ilinx
Εκδότρια Εταιρεία: Square Enix

Ευχαριστούμε θερμά τη CD Media για την παραχώρηση του παιχνιδιού για τις ανάγκες του Review.

[/vc_column][/vc_row]

 

Μην μένεις σιωπηλός, σχολίασε και πες την άποψή σου ακριβώς παρακάτω!