Ο ορισμός του “σκεφτείτε το ταξίδι, όχι τον προορισμό”. Παρουσιάζουμε το Broken Age.
Το “poster boy” του Kickstarter επί μήνες λεγόταν Broken Age, μιας και ανακατεύονταν ονόματα όπως Tim Schafer και Double Fine, θρύλοι δηλαδή της βιομηχανίας με εμπειρία σε παράξενα παιχνίδια — Grim Fandango, Day of the Tentacle και The Secret of Monkey Island παραμένουν σημεία-κλειδιά όταν κάποιος αναφέρει τo point-and-click adventure είδος. Σ’ αυτή την φήμη “χτίστηκε” το Broken Age που κατέρριπτε διαρκώς ρεκόρ στην σελίδα τού Kickstarter. Κατάφερε να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Το παιχνίδι χωρίζεται σε δύο μεριές, μία κατοικήσιμη από την νεαρή Vella και η άλλη από τον παρόμοιας ηλικίας Shay. Δυστυχώς δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά δίχως να αποκαλυφθούν λεπτομέρειες της ιστορίας, οπότε διαβάστε με δικό σας ρίσκο. Η ζωή της Vella κυλάει με τον μόνιμο φόβο του Mog Chothra, ενός τέρατος βγαλμένο από τα φανταστικά έργα του Lovecraft το οποίο κατασπαράζει ανθρωποθυσίες από κάθε χωριό, και η Vella διαλέχτηκε να “τιμηθεί” για το επόμενο τσιμπούσι του τέρατος παρότι ο φλογερός χαρακτήρας της δεν επιτρέπει τέτοιες υποχωρήσεις. Ο Shay αντιθέτως, ζει σε ένα διαστημόπλοιο από τα παράθυρα του οποίο βλέπει μόνο το κρύο διάστημα, και η ζωή του δεν θα μπορούσε να είναι πιο βαρετή. Ένα ρομπότ που τον ανέθρεψε και το αποκαλεί “μητέρα” τον κρατάει πάση θυσία εκτός κινδύνου, προσφέροντάς του “περιπέτειες” που ακόμα κι ένα παιδί 2 χρονών θα έβρισκε άχαρες και βαρετές — όπως το να πηγαίνει κοντά σε ένα δήθεν χτυπημένο ζωάκι ώστε να του κάνουν έκπληξη ένα τσούρμο από δαύτα και να τον “πνίξουν” στις αγκαλιές.
Που ενώνονται οι δύο ζωές; Μέσα από μια σειρά άτυχων και φοβερών γεγονότων, οι δύο πρωταγωνιστές μας θα δουν πως μοιράζονται περισσότερα κοινά από όσα φανταζόμαστε όλοι μας, κι αυτό διότι η κεντρική θεματολογία είναι η περίοδος που “μεγαλώνουμε”. Μεγαλώνουμε κι αψηφούμε τους μεγαλύτερους, μεγαλώνουμε και απαιτούμε διαφορετική μεταχείριση, μεγαλώνουμε κι ανακαλύπτουμε πρωτόγνωρα πράγματα, μεγαλώνουμε… Κι όταν μεγαλώσουμε, μπλέκουμε σε περιπέτειες. Οι εν λόγω περιπέτειες θα φέρουν τους δύο φίλους μας κοντά ή ενάντια σε ένα ικανοποιητικό καστ χαρακτήρων που αρκετές φορές προσφέρουν κάτι στην κεντρική αφήγηση ενώ άλλες είναι απλώς περαστικοί και εξυπηρετούν έναν μικρό, όμως πολύ συγκεκριμένο σκοπό.
Παρόλα αυτά, δεν μπορώ με τίποτα να αμφισβητήσω τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που “βγάζουν”. Το κομψό οπτικό στυλ του παιχνιδιού — πλούσια χρώματα, μοντέλα χαρακτήρων με μακρόστενα κορμιά και μεγάλα μάτια, λιτά animations — δίνουν μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην περιπέτεια. Καταφέρνουν να κρατούν ένα ζωηρό, παιδικό ύφος όμως στην πραγματικότητα είναι μέρος μιας “μάσκας” που κρύβει τα πιο σκοτεινά θέματα του τίτλου που κάνουν την εμφάνισή τους κυρίως στο δεύτερο μέρος. “Ποιο δεύτερο μέρος;”, σας ακούω να λέτε. Το παιχνίδι κυκλοφόρησε το 2014 μισό ως Act 1, με το δεύτερο κεφάλαιο Act 2 να προστίθεται πριν λίγες εβδομάδες, εξ ου και το review μας που συμπίπτει με την ολοκληρωμένη εμπειρία.
Κι εδώ θα σημειώσω πως η εμπειρία “κρεμάει” όταν μπει στο δεύτερο μέρος, την τελική ευθεία. Έχοντας παίξει το πρώτο κεφάλαιο πριν την κυκλοφορία του δεύτερου ήμουν εκστασιασμένος με τις αποκαλύψεις προς τα τέλη του, κι έτσι περίμενα ανυπόμονα την άφιξη της συνέχειας. Έπειτα, όταν αυτή ήρθε, έφυγε ο ενθουσιασμός μου. Αυτό οφείλεται σε δύο πράγματα: gameplay και ιστορία. Το Act 1 περιείχε κυρίως εύκολα αινίγματα, όπου συνήθως σε μικρή έκταση χώρου έπρεπε να συνδυάσεις κάποια αντικείμενα ή να βρεις τον σωστό τρόπο τοποθέτησής τους για να ξεκλειδώσεις ένα νέο μέρος, νέους διαλόγους και ούτω καθεξής. Στην οθόνη του Vita, των smartphones και με το ποντίκι του PC είναι πολύ εύκολο το κομμάτι του “point-and-click” λόγω ακρίβειας, αν και το παιχνίδι κάνει εύκολη τη δουλειά φωτίζοντας (αν το ζητήσετε) όσα αντικείμενα ή σημεία με τα οποία μπορείτε να αλληλεπιδράσετε. Μια παραδοσιακή, αν όχι βολική, δομή ενός τυπικού p&c adventure παιχνιδιού από το οποίο έλειπε η πρόκληση — ναι, μερικά puzzles ήταν απαιτητικά και μου πήραν ίσως και μια ώρα πριν η λύση κάνει “μπαμ” στο μυαλό μου, όμως σε γενικές γραμμές οι συνθήκες ήταν άλλες. Η δυνατότητα του να εναλλάσσεις τον έλεγχο μεταξύ Vella και Shay κατά βούληση ήταν μια καλή προσθήκη, καθώς όταν ολοκλήρωσα το παιχνίδι ήμουν ευχαριστημένος που είχα την ευκαιρία να αλλάξω σκηνικά και χαρακτήρες για να “καθαρίσει” το μυαλό μου από κάποιον “τοίχο” που είχα βρει χωρίς να χρειαστεί να φύγω από αυτό. Όπως κι αν είχε, η ιστορία εξελίχθηκε πολύ· σημαντικά ερωτήματα αναφορικά ακόμη και με την πραγματικότητα που βιώνουν οι χαρακτήρες μας είχαν τεθεί.
Το Act 2 φρόντισε να απαντήσει τα γιγαντιαία αυτά ερωτήματα από πολύ νωρίς, μην αφήνοντας χώρο για ουσιαστική περαιτέρω εξέλιξη της ιστορίας. Καθότι η πρόκληση στο gameplay του έλειπε, ήμουν ευγνώμων που τουλάχιστον η πλοκή στεκόταν αξιοπρεπέστατα (και στάθηκε ως το τέλος της) και μου κράτησε το ενδιαφέρον μέχρι τους τίτλους τέλους. Φαίνεται πως η εταιρία ανάπτυξης πήρε κατάκαρδα την έλλειψη δύσκολων γρίφων κι έτσι το μεγαλύτερο μέρος τους στο Act 2 είναι ανυπόφορα δύσκολο — Shao Kahn-δύσκολο, όχι Demon’s Souls-δύσκολο. Εννοώ ότι είναι “φθηνά”, μερικές φορές με κάποια παράλογη λογική, κι αναρωτιέμαι μήπως υπάρχουν απλώς για να επεκτείνουν την διάρκεια του τίτλου, που κυμαίνεται μεταξύ 4 και 6 ωρών εξαρτώμενη κυρίως από το πόση ώρα περνάτε στα πιο απαιτητικά puzzle του. “Αμαρτία” θα χαρακτήριζα την σταδιακή εξασθένηση του τίτλου, που ξεκινάει δυναμικά και δημιουργικά μόνο και μόνο για να καταλήξει να είναι απλώς καλό, ενώ στόχευε ψηλότερα.
Πόσο μάλλον όταν πέρα από την Double Fine Productions έχουν αναμειχθεί και ονόματα όπως ο Elijah Wood και Wil Wheaton που δίνουν την δική τους χαρακτηριστική πινελιά μέσα από τις φωνές τους, με τον πρώτο να υποδύεται τον Shay με επιτυχία — αυτή η βαρεμάρα, η παντελής έλλειψη ενθουσιασμού που χαρακτηρίζει τον νέο έρχεται ευχάριστα στα αυτιά μας. Το soundtrack του τίτλου είναι μια περίεργη μίξη “catchy” κομματιών που αποτυπώνονται στον νου και άλλων που είχα ξεχάσει πριν βάλω το Vita μου σε standby mode, αναμφίβολα ποιότητας όμως που ταιριάζουν στην πορεία των πρωταγωνιστών μας και στα διάφορα τοπία από όπου περνούν. Μιλώντας γι’ αυτά, υπάρχει μια μεγάλη έλλειψη ποικιλίας στα διάφορα τοπία, τα οποία μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα. Παρότι μπορεί να τεθεί θέμα συνοχής αν αναλογιστούμε το πού πηγαίνουν οι χαρακτήρες μας, αδυνατώ να πιστέψω ότι η ομάδα που το δημιούργησε δεν μπορούσε να χωρέσει λίγη περισσότερη ποικιλία αν όχι στα γενικότερα τοπία τότε στα σκηνικά, τα διάφορα δωμάτια δηλαδή και πάει λέγοντας.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον adventure παιχνίδι που προσφέρει μια ιδιαίτερη ιστορία, αφήγηση, κόσμους και χαρακτήρες, όμως χωλαίνει στον τομέα του gameplay κι έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί από τα παιχνίδια του “ψηλού ραφιού” στην κατηγορία του. Παραμένει ένα καλό και λειτουργικό adventure ειδικότερα στο Act 1, όμως απαιτεί αφοσίωση για την ολοκλήρωσή του.
[wp-review]
Ταυτότητα παιχνιδιού
Πλατφόρμα που χρησιμοποιήθηκε για review: PlayStation Vita, PC
Είδος: Point-and-click Adventure
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 28/05/2015
Κυκλοφορεί για: PlayStation Vita, PlayStation 4, PC, Android, iOS, Ouya, Mac, Linux
Εκδότρια Εταιρεία: Double Fine Productions, Nordic Games (φυσική έκδοση)
Εταιρεία Ανάπτυξης: Double Fine Productions









