Όπως σωστά αποτυπώνει ο υπότιτλος, το φινάλε του Life is Strange με άφησε σε πλήρη πόλωση.
Προσοχή: το review αυτό δεν περιέχει spoilers για κανένα επεισόδιο, αλλά γενικευμένες προτάσεις γύρω από το εκάστοτε αντικείμενο. Διαβάστε με δικό σας ρίσκο.
Τα reviews των προηγούμενων επεισοδίων βρίσκονται εδώ: Ep. 1 “Chrysalis”, Ep. 2 “Out of Time”, Ep. 3 “Chaos Theory”, Ep. 4 “Dark Room”.
Όταν ντεμπούταρε το Life is Strange, “τσίμπησα” αμέσως από πραγματικό ενδιαφέρον. Δεν είμαι μεγάλος οπαδός των story-driven παιχνιδιών της Telltale, όμως εκτιμώ το είδος και έδωσα μια ευκαιρία στο Life is Strange για την οποία χαίρομαι ιδιαίτερα. Τώρα, έχοντας παίξει και το φινάλε, μπορώ να πω ότι άξιζε το ταξίδι που διήρκησε σχεδόν έναν χρόνο.
Για τελευταία φορά, θα μπείτε στα παπούτσια της Max Caulfield, φοιτήτρια φωτογραφίας στην ακαδημία Blackwell της μικρής πόλης Arcadia Bay. Ο κόσμος της νεαρής έχει γίνει άνω-κάτω μετά από μια σειρά αποκαλύψεων και τον μονίμως ορατό κίνδυνο του γιγαντιαίου τυφώνα που θυμόμαστε από το πρώτο επεισόδιο, ο οποίος θα κατέφτανε σε διάστημα μιας εβδομάδας. Το επεισόδιο αυτό λαμβάνει χώρα ακριβώς στις ώρες αυτές, φέρνοντας μαζί του το κλείσιμο όλων των ανοιχτών θεμάτων που δημιουργήθηκαν από τα περασμένα επεισόδια, κάτι που από μόνο του είναι επιτυχές. Μένει όμως και το κομμάτι “πόσο καλά τα κλείνει”;
Εδώ είναι που οι περισσότεροι (που τερμάτισαν το φινάλε) θα έρθουν σε πόλωση. Όλη η σειρά χτίστηκε επάνω σε ουσιαστικές επιλογές και χαρακτήρες που — αν δεν πέσουν άμεσα στην παγίδα του άσπρου/μαύρου — ζουν ξεκάθαρα στην γκρίζα ζώνη όσον αφορά τις πράξεις, τα κίνητρά τους και τις σκέψεις τους. Το Polarized εν μέρει κρατά ζωντανή την παράδοση όμως όχι αρκετά ή έστω όσο συνηθίσαμε. Μερικές από τις ομορφότερες στιγμές έρχονταν από τα πιο απλά πράγματα όπως χαλάρωση ή εξερεύνηση, δηλαδή το να διαλέγεις η Max να καθίσει σε μια καρέκλα κι απλά να ακούς τις σκέψεις της. Μπορούσες επίσης να ψάξεις τον περίγυρο και να ανακαλύψεις, να αφομοιώσεις περισσότερα για την Arcadia Bay. Στο Polarized, αρκετοί χαρακτήρες κλίνουν προς μια πιο απόλυτη φύση, συχνά γκρεμίζοντας και τα θεμέλια που έχτιζαν επί τέσσερα επεισόδια. Βέβαια, δεν συμβαίνει σε όλους αλλά σε ένα ποσοστό, καθώς οι περισσότεροι μένουν πιστοί στην προσωπικότητά τους. Μέσα σε αυτούς και η Max, η οποία πλέον χρησιμοποιεί στο έπακρο τις ασυνήθιστες δυνάμεις της ως χρονοταξιδιώτης, πάντοτε με την καλοσύνη και τον τρόπο σκέψης ενός λυκειόπαιδου.
Ο ρυθμός του Polarized δεν επιτρέπει πολλές στιγμές ανεμελιάς, αντίθετα κρατώντας ένα διαρκές “τρέξιμο” προς τον τερματισμό σαν να σε τραβάει από το χέρι ενώ εσύ θες να χαζέψεις γύρω. Είναι ένα από αυτά τα παιχνίδια όπου, μετά το τέλος τους, σκέφτεσαι πως θα ήθελες δέκα λεπτά ακόμα — ούτε πολλά, ούτε λίγα, δέκα λεπτά. Παρά τις περισσότερες από δύο ώρες που διήρκησε, το παιχνίδι έμοιαζε αγχωμένο, με συνέπεια να αγχώνει κι εμένα στις ύψιστης σημασίας επιλογές που καλούμουν να λάβω, οι περισσότερες από τις οποίες οδηγούσαν σε συγκινητικές, όμορφες στιγμές ηρεμίας ή χαμού, αγάπης ή μίσους, ή και όλα μαζί. Αυτό αντανακλάται στο gameplay, το οποίο αποτραβιέται από τα puzzles και την εξερεύνηση, δίνοντας ώθηση προς την αμεσότητα, τους διαλόγους και την γραμμική πρόοδο, κάτι που δεν υπήρχε (τουλάχιστον τόσο συγκεντρωμένο) σε παλαιότερα επεισόδια. Ο ταχύς ρυθμός του δεν σημαίνει πως του στέρησε τα πράγματα όμως, δηλαδή τις σκηνές που θα σου μείνουν μετά το τέλος, αντιθέτως μάλιστα θα έλεγα πως σε προσκαλεί να ξαναπαίξεις το επεισόδιο αν όχι όλη τη σειρά. Πόσοι όμως θα επιστρέψουν για έναν δεύτερο γύρο, αν με την μετέπειτα γνώση τους ξέρουν πόσα και πόσο αλλάζουν;
Εδώ θα σταθώ στην δομή του τέλους, η οποία ίσως να διχάσει περισσότερο από όλα. Σε όποιο παιχνίδι δίνεται βάση στις επιλογές του παίχτη και τα αποτελέσματα αυτών, οι παίχτες αυτομάτως περιμένουν δεκάδες, εκατοντάδες διαφορετικά τέλη ακόμα κι αν ο κατασκευαστής δεν το έχει αναφέρει. Το Mass Effect 2, για παράδειγμα, είχε ουσιαστικά ένα τέλος αλλά πολλούς, πάρα πολλούς παράγοντες που επηρέαζαν το πώς θα έβλεπε ο κάθε παίχτης το τέλος αυτό. Το Mass Effect 3 είχε τρία πιο “κλειστά” τέλη, παρά τις υποσχέσεις για αμέτρητες επιλογές, δράσεις-αντιδράσεις κλπ. Στην περίπτωση ένα, χειροκρότησα την BioWare, ενώ την αποδοκίμασα στην δεύτερη, όχι για το τι παρέδωσε αλλά για το τι διαφήμισε. Με το κλείσιμο αυτής της παρένθεσης, το Life is Strange προσφέρει μερικά πιο κλειστά τέλη τα οποία δίνουν και πάτημα για μετέπειτα σεζόν στη σειρά, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό σε καμιά περίπτωση αν μιλούσαμε για ορθάνοιχτα, αμέτρητα τέλη.
Φέρνει, δηλαδή, περισσότερο στο Mass Effect 2 από ότι στο Mass Effect 3, κυρίως λόγω του ότι δεν υπήρξε ποτέ η υπόσχεση για κάτι τόσο τεράστιο. Αυτό που περίμενα παίζοντας όλη τη σειρά ήρθε, το οποίο δεν ήταν κάτι άλλο από την πρόοδο της ιστορίας βάσει των επιλογών μου και την απόδοση ικανοποιητικού κλεισίματος. Δεν θα αριθμήσω τα τέλη, όμως μπορώ να πω πως αυτό στο οποίο κατέληξα θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη διάρκεια και να εξηγήσει περισσότερα, κάτι που ένα άλλο τέλος κατάφερε με μεγάλη επιτυχία. Δεν μιλάω για τα επιστημονικά θέματα που υπάρχουν στη διάρκεια της σειράς όπως το φαινόμενο της πεταλούδας, τα οποία εξηγούνται με επιτυχία, αλλά για το κλείσιμο μερικών κεφαλαίων ακόμη, μερικών ερωτήσεων που μου έμειναν ακόμα και μετά τη λίστα συντελεστών. Σε αυτό το σημείο όμως, μπορεί κάποιος με σιγουριά να πει ότι δεν σχεδιάζεται μια δεύτερη σεζόν που ξεκινά από εκείνο το σημείο, διαβάζοντας τις επιλογές μου, και χτίζει από εκεί κι έπειτα; Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα κλεισίματα, φυσικά. Στην περίπτωση που όντως τελειώνει εκεί, απλά και λιτά, θα μείνω με ένα κενό που δεν χαλά την συνολική εμπειρία σε καμία περίπτωση — δεν είχε αρκετές τρύπες, αν θέλετε, που θα με έκαναν να ξεχάσω τις στιγμές που πέρασα καθ’ όλη τη διάρκεια της σειράς. Θα μου μείνει ως μια σειρά που, αν είχε δέκα λεπτά ακόμη, ίσως να είχε φτάσει ακόμα ψηλότερα.
Συγκεντρωτικά, το Life is Strange τελειώνει με οριστικό τρόπο, αφήνοντας λίγες ως καθόλου ανεξήγητες πτυχές της ιστορίας του, αναλόγως πάντοτε με το ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσετε. Παρότι το τελευταίο επεισόδιο φαίνεται να βιάζεται να φτάσει στο τέλος, δεν το κάνει εις βάρος της πλοκής τόσο όσο πάει κόντρα στην καθιερωμένη ξεγνοιασιά των προηγούμενων τεσσάρων επεισοδίων. Ικανοποιητικό, συγκινητικό, καθηλωτικό, μα πάνω απ’ όλα, πραγματικό φινάλε για μια νέα σειρά που ήρθε από το πουθενά και κατάφερε να γίνει αξιομνημόνευτη.
[wp-review]
Ταυτότητα παιχνιδιού
Πλατφόρμα που χρησιμοποιήθηκε για review: Xbox One
Είδος: Cinematic, Episodic Adventure
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 23/10/2015 (Digital Only)
Κυκλοφορεί για: PlayStation 3, PlayStation 4, Xbox 360, Xbox One, PC
Εκδότρια Εταιρεία: Square-Enix
Εταιρεία Ανάπτυξης: Dontnod Entertainment
Μην μένεις σιωπηλός, σχολίασε και πες την άποψή σου ακριβώς παρακάτω!