Απότομη αλλαγή εποχής κόντρα σε κάθε προσδοκία. Το Metal Gear συνέχισε την ανοδική πορεία του ασταμάτητο.
Τα δύο πρώτα μέρη του αφιερώματος βρίσκονται εδώ: Μέρος Α’ και Μέρος Β’.
Το έτος ήταν 1999, κι ενώ η Konami Computer Entertainment Japan ακόμα απολάμβανε την αδιαμφισβήτητη επιτυχία του πρώτου “μοντέρνου” Metal Gear Solid (πλέον), τα “γρανάζια” για τον επόμενο σταθμό του Kojima και της παρέας του ήταν σε κίνηση. Τι θα έβγαινε από αυτή τη νέα προσπάθεια;
Το απόλυτο σχέδιο
Οι πρώτες ιδέες είχαν ένα πολύ ιδιαίτερο σκηνικό και θέμα: την Μέση Ανατολή και τον φαινομενικά αιώνιο πόλεμο που μαστίζει τα μακρινά εκείνα εδάφη. Αυτή τη φορά, ο πλέον γνωστός χαρακτήρας Solid Snake είχε την αποστολή να εισχωρήσει στο Ιράκ και το Ιράν με σκοπό να αποκαλύψει και εξουδετερώσει πυρηνικά όπλα καθώς και ένα νέο Metal Gear. Όλο αυτό θα λάμβανε μέρος σε ένα αεροπλανοφόρο, με περιορισμένο χρονικό απόθεμα, ενώ παράλληλα ο Solid θα έπρεπε να εξαλείψει και την απειλή του πανταχού παρόντος Liquid!
Όσο ο χρόνος περνούσε βέβαια, ο πραγματικός κόσμος διαφωνούσε με τα φανταστικά γεγονότα του Hideo Kojima και του Tomokazu Fukushima. Οι εντάσεις στην Ανατολή έφτασαν σε απίστευτα υψηλά επίπεδα, αναγκάζοντας τους δημιουργούς να ξαναπιάσουν τις πένες τους για να αλλάξουν το σενάριο. Τώρα, ήμασταν στην άλλη άκρη του πλανήτη, και συγκεκριμένα στην γνώριμη Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην μετάβαση χάθηκαν κρίσιμες λεπτομέρειες όπως ο Liquid από την θέση του κύριου ανταγωνιστή, κι αντ’ αυτού τα “παπούτσια” του γέμιζε ο μυστηριώδης άνδρας που εμφανίστηκε μετά το τέλος του Metal Gear Solid.
Με φόντο τις ΗΠΑ, ο αρχικός τίτλος του παιχνιδιού ήταν Metal Gear Solid III, με τον ρωμαϊκό αριθμό να συμβολίζει τους τρεις ψηλότερους ουρανοξύστες στην περιοχή του Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Η πλοκή, όπως καταλαβαίνετε, ήταν πλέον εντελώς διαφορετική εν συγκρίσει με τα παλιότερα drafts των δύο σεναριογράφων. Πώς μεταφέρεις την μυστικότητα και τον κίνδυνο μιας εμπόλεμης ζώνης σε μια πιο ήσυχη περιοχή, σε ένα κατοικήσιμο περιβάλλον; Αρχικά, μεταφέροντας τη δράση μακριά από εκεί, και σε ένα πιο συμπυκνωμένο, πειστικό περιβάλλον που θα μπορούσε να φιλοξενήσει τις ιδέες σου. Αφιερώνοντας λοιπόν την υπόθεση για άλλη μια φορά στον Snake, είμαστε σε ένα τάνκερ που πλέει στα ανοιχτά της Νέας Υόρκης. Ίσως το μόνο στοιχείο που επιβίωσε από τα αρχικά πλάνα για το σενάριο, όμως η πένα του Kojima για άλλη μια φορά έκανε τα μαγικά της, παρουσιάζοντας μια από τις μεγαλύτερες “τρολλιές” στην ιστορία του gaming!
Προχωρώντας σε μια άνευ προηγουμένου κίνηση, μαθαίνουμε πως το νέο Metal Gear Solid ήταν χωρισμένο σε δύο “μέρη” — τα λεγόμενα Tanker Chapter και Plant Chapter. Στο πρώτο ελέγχουμε τον παλιό γνώριμό μας, Snake, ενώ στο δεύτερο έχουμε αποκλειστικά τον έλεγχο ενός ολοκαίνουριου χαρακτήρα, του Raiden! Ένας νεαρός, με μακριά ξανθά μαλλιά και απαλά (θηλυκά θα έλεγε κανείς) χαρακτηριστικά ήταν ο νέος “επίλεκτος” του Kojima — ένας χαρακτήρας ο οποίος δεν υπήρξε σε κανένα διαφημιστικό υλικό, preview ή οτιδήποτε άλλο.
Δεδομένων των αλλαγών του gameplay, ο πιο ευέλικτος χαρακτήρας του Raiden ήταν σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα του παιχνιδιού. Οι προσθήκες ήταν κολοσσιαίες κι από κάθε είδος: δυνατότητα να κρεμιέσαι από κάγκελα και άκρες, προοπτική πρώτου προσώπου για σημάδι με όπλα, κινήσεις αποφυγής, μανούβρα για σημάδι από γωνία και πολλά άλλα, το σύνολο των οποίων έκαναν την ροή του παιχνιδιού να προχωράει ομαλότατα, φυσικά. Ένα πραγματικό “Tactical Espionage Action” παιχνίδι που επιτέλους ενσωματώνει πολλά σημεία που ο οραματιστής Kojima ήθελε εξ’ αρχής: την δυνατότητα να κρύβεις κορμιά εχθρών, αλληλεπίδραση με το περιβάλλον (μπορείς να τυφλώσεις κάποιον μέσω ατμού αν διαλύσεις έναν σωλήνα), ή ακόμα και να προσέχεις την σκιά σου καθώς οι εχθροί με το ανανεωμένο ΑΙ μπορούν να γίνουν καχύποπτοι λόγω αυτής!
Τα πολλαπλά πατώματα σε κάθε δυνατή ευκαιρία ήταν επίσης μια σημαντικότατη κίνηση επέκτασης των τακτικών επιλογών του παίχτη. Πλέον δεν μιλούσαμε για δωμάτια, αλλά για χώρους που συνυπάρχουν, κάτι πολύ σημαντικό αναλογιζόμενοι την “σφαιρική” αντιμετώπιση που πρέπει να έχει ο παίχτης σε κάθε γωνιά, πλέον. Κάτι που, κατά την ταπεινή μου άποψη, ταιριάζει “γάντι” στο γενικότερο πακέτο του τίτλου. Ο Raiden είναι ένας πράκτορας της νέας FOXHOUND και η παρούσα αποστολή είναι η πρώτη του σε πραγματικό περιβάλλον. Ο Roy Campbell επιστρέφει σαν συνταγματάρχης του, η Rosemary είναι η επικείμενη σύζυγός του και βοηθάει μέσα από το codec, όπως και διάφοροι άλλοι χαρακτήρες οι οποίοι παίρνουν βοηθητικούς ρόλους για να βοηθούν τον Raiden από το παρασκήνιο. Και — ω, τι σύμπτωση! — το αρχικό κωδικό του όνομα ήταν “Snake”. Παράλληλα, στη διάρκεια της ιστορίας έχει να αντιμετωπίσει μια τρομοκρατική οργάνωση, την Dead Cell, η οποία αποτελείται από τέσσερα άτομα με υπερφυσικές ή/και υπεράνθρωπες δυνατότητες, η οποία απήγαγε τον πρόεδρο των ΗΠΑ και ζητά λύτρα, όμως κάτι άλλο κρύβεται από κάτω. Σαν να μην έφτανε αυτό, κάπου στα μισά του παιχνιδιού ένας Cyborg Ninja “φυτεύει” πληροφορίες στον Raiden μέσω ασυρμάτου. Παρατηρείτε κάποια συνοχή, κάποια ομοιότητα;
Αν όχι, τότε θα έπρεπε. Μέσω μιας ιστορίας που, κατά τον δημιουργό της “όλοι σε προδίδουν ή λένε ψέματα έστω μια φορά”, ο παίχτης ζει τον Raiden, κι εκεί κατ’ εμέ λάμπει η επιλογή του Kojima να μην αναλωθεί με τον Snake άλλη μια φορά. Είναι ένας νέος σε “βαθιά νερά”, αναγκασμένος να κολυμπήσει αν θέλει να βρει στεριά, ακριβώς όπως κι ο παίχτης, κάνοντας με να δεθώ μαζί του — όσο κι αν αυτό με εκπλήσσει ακόμα και σήμερα. Είναι χαμένος, άμαθος και δεν έχει ξαναζήσει τίποτα από όλα αυτά. Όμως, εκεί που ο παίχτης έχει το “πάνω χέρι” είναι όσο περνάει η ώρα και διαπιστώνουμε ότι η ευφυής πλοκή που “ζωντανεύει” το παιχνίδι είναι λίγα πράγματα παραπάνω από ένα μια καλά δομημένη και στοχευμένη εξομοίωση των γεγονότων του Metal Gear Solid! Όταν το όλο ψέμα αρχίζει να καταρρέει στις τελευταίες ώρες του παιχνιδιού κι ο Raiden καλείται να αντιμετωπίσει την αλήθεια, τα πράγματα γύρω του δείχνουν τα φυσικά τους πρόσωπα, ή αν έχουν πρόσωπα γενικώς… Η θεματολογία αυτή τη φορά είναι η “μίμηση”, η θεωρία πως ιδέες και ιδανικά μπορούν να απομονωθούν από έναν άνθρωπο και να ελεγχθούν, ώστε οι Patriots να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο στη ροή πληροφοριών που λαμβάνει ο κόσμος.
Οι Patriots; Ναι, μια νέα μυστική οργάνωση που δεν είχε καθ’ αυτού αναγνωριστεί σε προηγούμενα Metal Gear, όμως τώρα μαθαίνουμε πως κινεί τα νήματα παγκοσμίως μέσα από ασφαλείς θέσεις, όπως προέδρους χωρών, φιλάνθρωπους, πολέμαρχους… ή μήπως όχι; Οι ανακαλύψεις του Otacon στις τελευταίες στιγμές φανερώνουν πως όσα γνωρίζουμε για τους μυστηριώδεις Patriots ίσως είναι αλήθεια, ίσως η μισή αλήθεια, ίσως και τίποτα απολύτως! Έτσι προετοιμάζεται το έδαφος για μια αποφυγή των ίδιων και των ίδιων εχθρών σε μελλοντικά παιχνίδια, αφού πλέον έχουμε μια οργάνωση που ελέγχει τα πάντα από το σκοτάδι, έχει πλήρη ανωνυμία και μπορεί να είναι το οτιδήποτε — ιδανική μορφή κακοποιού για οποιονδήποτε σεναριογράφο.
Όμως οι Patriots δεν είναι αυτοί που θα σας μείνουν στη μνήμη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Αυτό το κέρδισαν με το σπαθί τους οι Dead Cell και ο Solidus Snake, για εμένα, οι κύριοι κακοποιοί του τίτλου δηλαδή. Οι Dead Cell αποτελούνται από τον Vamp, τον Fatman, την Fortune και τον Solidus Snake, γνωστό και ως George Sears, πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ που μας αποκάλυψε πολλά στον τελευταίο διάλογο του πρώτου Metal Gear Solid κι ένας ακόμα κλώνος του θρυλικού Big Boss! Η οργάνωση που φέρεται να τρομοκρατεί και να απειλεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ξεκίνησε έτσι, καθώς μαθαίνουμε πως δύο βασικά μέλη της, ο Old Boy και ο Chinaman, είναι νεκροί και το έργο τους μεταφέρεται στους ώμους των υπολοίπων. Δανειζόμενο, όπως είναι φυσικό λόγω της πλοκής, άλλο ένα βασικό στοιχείο από το Metal Gear Solid, βλέπουμε πως και ο καθένας από τα μέλη της Dead Cell έχει υπεράνθρωπες ή μεταφυσικές ικανότητες, ακριβώς σαν την ψευδό-FOXHOUND. Ο Fatman είναι ένας ειδικός στα εκρηκτικά και ελπίζει να γίνει ο καλύτερος στον κόσμο, και η διαδικασία μάχης του καταγράφει αυτή τη παράνοια σε πλήρη βαθμό: οπλισμένος με πλαστικά εκρηκτικά και δυο πατίνια, είναι συνεχώς σε κίνηση και τοποθετεί βόμβες στην αρένα! Ποιος είναι ο πρώτος σου στόχος: αυτός ή οι βόμβες; Η αδρεναλίνη συνεχώς στα ύψη, κι αυτό δεν σταματάει ποτέ σε κανένα boss fight. Συνεχίζοντας, έχουμε την νεαρή Fortune που έχει την δύναμη να αποκρούει σφαίρες — απλώς κάνουν καμπύλη και την αποφεύγουν! Η ίδια χαρακτηρίζει την δύναμη αυτή μια “κατάρα”, το να είναι ζωντανή ενώ οι γύρω της πεθαίνουν. Προχωράμε σε έναν αγαπημένο του κοινού, τον Vamp, έναν Ρουμάνο με τραγικό παρελθόν που πλέον δεν μπορεί να ησυχάσει την δίψα του για αίμα, όντας απέθαντος και εκπληκτικά γρήγορος σε σημείο “μαγείας”· οι μάχες με τον Vamp είναι τα highlights για πολλούς. Για το τέλος άφησα τον Solidus Snake, τον ηγέτη των Sons of Liberty, μια οργάνωση που συμπεριλαμβάνει και τους Dead Cell μεταξύ άλλων, και τον κύριο λόγο που το Big Shell είναι υπό καθεστώς. Είναι ένας “μάγος” με το σπαθί και τα όπλα, όπως είναι και πολλά παραπάνω για τον Raiden από όσα ο ίδιος νομίζει.
Τι άλλο έχει να επιδείξει, λοιπόν, πέρα από αναβαθμισμένο και “φιλτραρισμένο” gameplay, συνταρακτική ιστορία και άψογο καστ; Φυσικά, θέματα και εικόνες που σε “στοιχειώνουν” πολύ μετά από όταν κλείσει η κονσόλα σου. Η τρομοκρατία που “φλερτάρει” απειλητικά με την ασφάλεια των αθώων είναι σε πρώτο πλάνο, ενώ ακολουθούν ιδέες όπως πίστη, εμπιστοσύνη, υπακοή, πατριωτισμό, φίμωση, τεχνητή νοημοσύνη, ελευθερία. Ήταν κατ’ εξοχήν ένα παιχνίδι που σε έβαζε στο “τριπάκι” του να σκέφτεσαι για εσένα κι όχι για εκείνο, ένα παιχνίδι που ξεπέρασε τον εαυτό του σεναριακά και αυτό του αναγνωρίζεται από τους απανταχού φίλους της σειράς, ακόμα κι εκείνους που εκνευρίστηκαν άνευ προηγουμένου με την εναλλαγή από Solid σε Raiden. Μάλιστα, προς το τέλος του κι όταν το σύστημα της εξομοίωσης αρχίζει να “τα παίζει”, καταφέρνει να σπάσει το φράγμα μεταξύ παίχτη και παιχνιδιού, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Δεκάδες ατάκες που ξεστόμισαν οι χαρακτήρες του παιχνιδιού στις τελευταίες ώρες τους έμειναν μαζί μας για μια ζωή, όπως το “I need scissors! 61!” του Campbell, την ιστορία του περί απαγωγής του από εξωγήινους κι άλλα γεγονότα που δεδομένης της κατάστασης, ο παίχτης δεν μπορεί να διαχωρίσει μεταξύ αληθινών και ψεύτικων!
Κι όταν όλα τελειώνουν, ο “κενός” χαρακτήρας του ελεγχόμενου Raiden, του στρατιώτη δίχως τίποτα πραγματικό στη ζωή του, πλέον έχει μετατραπεί σε άνθρωπο με προσωπικότητα και το δικό του “λιθαράκι” στον κόσμο. Έναν νέο κόσμο που δομείται επάνω στο γιγαντιαίο Arsenal Gear που πλέει στα ανοιχτά της Νέας Υόρκης και φέρει επάνω του τουλάχιστον τέσσερα φίδια — τον Solid, τον Liquid, τον Solidus και τον (αρχικά Snake) Raiden. Αν κάποιος προσπαθήσει να κάνει τον παραλληλισμό, θα δει ότι στην Ινδουιστική μυθολογία μια γιγαντιαία χελώνα μεταφέρει τους 21 γνωστούς κόσμους στην πλάτη της, περικυκλωμένη από το μεγάλο φίδι Shesha, έναν από τους προγόνους της πλάσης. Τα “φίδια” μας θέλουν να αποκτήσουν την κυριαρχία του εαυτού τους πρωτίστως, κι αργότερα του κόσμου που θέλουν να φτιάξουν βάσει της δικιάς τους ιδεολογίας. Δεν θέλουν να εξαρτώνται από καμιά κυβέρνηση, όπως ακριβώς είχε δηλώσει κι ο θρυλικός Gray Fox. Θέλουν να είναι οι Γιοι της Ελευθερίας. Κι όταν όλα είχαν τελειώσει, ο τίτλος του παιχνιδιού είχε ήδη δοθεί: Metal Gear Solid 2: Sons of Liberty.
Παρά ταύτα, το συγγραφικό δίδυμο είχε πάλι βρεθεί αντιμέτωπο με θλιβερά γεγονότα, καθώς η δραματική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 το ανάγκασε να κάνει αλλαγές στο σενάριο. Στις τελευταίες σκηνές το Arsenal Gear έμελε να κατεδαφίσει το Άγαλμα της Ελευθερίας, κάτι το οποίο αφαιρέθηκε πλήρως όπως και αλλάχτηκε η αρχική του ονομασία για να μην υπάρχει παραλληλισμός με τους Δίδυμους Πύργους. Η νίκη του Raiden επί του Solidus στην κορυφή του Federal Hall θα ολοκληρωνόταν με τον πρώτο να κόβει τον ιστό μιας Αμερικάνικης σημαίας, κάνοντάς την να σκεπάσει το κορμί του νεκρού στρατιώτη όπως ακριβώς συμβαίνει με τους πραγματικούς νεκρούς πολέμου στη χώρα. Αυτό επίσης αφαιρέθηκε, όπως και κάθε Αμερικάνικη σημαία στο παιχνίδι. Το όνομα του Raiden είχε γραφτεί με kanji χαρακτήρες στα Ιαπωνικά, όμως επειδή έμοιαζε υπερβολικά στο όνομα “Laden” όταν μεταφραζόταν στα Ιαπωνικά, η ομάδα επέλεξε να χρησιμοποιήσει katakana σύμβολα. Τέλος, ήταν το πρώτο κι ως τώρα μοναδικό Metal Gear παιχνίδι το οποίο αναφέρει πως τα γεγονότα είναι προϊόν μυθοπλασίας και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Η σκιά ενός πραγματικού τρομοκράτη κάλυψε και την “ψηφιακή” μορφή μιας παρόμοιας οργάνωσης εντός του παιχνιδιού, με κάθε τρόπο.
Εν τέλει, το παιχνίδι κυκλοφόρησε ως Metal Gear Solid 2: Sons of Liberty στις 12 Νοεμβρίου το 2001 αποκλειστικά για το PlayStation 2, και ήταν τόσο επιτυχημένο εισπρακτικά όσο ήταν και με τους κριτές, παρά την πόλωση των θαυμαστών αναφορικά με τον Raiden και μερικά σημεία του σεναρίου. Με περισσότερα από 7 εκατομμύρια αντίτυπα σε καταγεγραμμένες πωλήσεις παγκοσμίως, η Konami έκανε για πρώτη φορά το “άνοιγμα” να φέρει το παιχνίδι ανανεωμένο σε ανταγωνιστική πλατφόρμα του PlayStation. Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως πρόκειται για το παιχνίδι με τις περισσότερες πωλήσεις στο stealth είδος. Έτσι και γεννήθηκε το Metal Gear Solid 2: Substance — “υπόσταση”, κατ’ εμέ αναφέροντας την διαύγεια του Raiden στο τέλος, αλλά κατά τον Kojima αναφέρεται στις αγαπημένες του μπάντες Joy Division και New Order, οι οποίες μοιράζονται κοινά μέλη και φέρουν από ένα άλμπουμ ονομασμένο Substance έκαστη! Το Substance κυκλοφόρησε αποκλειστικά για Xbox στις 4 Νοεμβρίου το 2002, σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, και ήταν ένα κεφάλαιο από μόνο του.
Η μεγαλύτερη αλλαγή-προσθήκη που κάποιος θα πρόσεχε ήταν τα Snake Tales, μια σειρά αποτελούμενη από 5 αυτοτελείς ιστορίες που έχουν να κάνουν με παράλληλα σύμπαντα ή εξωπραγματικά σενάρια (από άποψης συνοχής με την γενική πλοκή) στα οποία πρωταγωνιστεί ο Solid Snake και τα οποία λαμβάνουν χώρα στις τοποθεσίες του Sons of Liberty. Για πολλούς, ήταν μια μορφή απολογίας για την “έλλειψη Solid” που πολλοί επικαλούνταν. Για τους υπόλοιπους, ήταν μια καλοδεχούμενη, εκτενής προσθήκη σε ένα ήδη “γεμάτο” παιχνίδι. Πέρα από αυτό, ένα skateboarding παιχνίδι βασισμένο στο Evolution Skateboarding συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του PlayStation 2, η οποία άργησε μερικούς μήνες στις περιοχές εκτός Ιαπωνίας, κι ήρθε στα ράφια τον Μάρτιο του 2003 μαζί με την έκδοση του PC. Ως ένδειξη “συγγνώμης” για την καθυστέρηση, η Ευρωπαϊκή έκδοση του PlayStation 2 ερχόταν πακεταρισμένη με το “The Document of Metal Gear Solid 2”, ένα interactive DVD που περιλάμβανε όλα τα τρέιλερ του παιχνιδιού, το ολοκληρωμένο σενάριό του, το Grand Game Plan του Kojima (το πλήρες σχέδιο δημιουργίας του τίτλου) και φωτογραφίες με merchandise από το παιχνίδι.
Το δεύτερο κεφάλαιο στην μοντέρνα ιστορία του Metal Gear Solid είχε γραφτεί, με την απόλυτη επιτυχία του Metal Gear Solid 2 να είναι κομβικό σημείο για το μέλλον της σειράς. Ακόμη και σήμερα, αναφέρεται τακτικά ως έμπνευση για πολλά παιχνίδια, από το BioShock λόγω του σεναρίου του ως και το Gears of War λόγω του συστήματος κάλυψης και επίθεσης! Πρωτοπορία ήταν και η χρήση in-game γραφικών για σημαντικά cutscenes, κάτι που βοηθούσε την είσοδο κι έξοδο από gameplay, κάνοντας την εναλλαγή ομαλή κι αξιοσημείωτη. Με νέα “όπλα” στα χέρια της λοιπόν, η Konami Computer Entertainment Japan είχε σκοπό να συνεχίσει το έργο της με μια κίνηση που κανείς δεν πρόσμενε.
Δίδυμα Φίδια
Η Konami καθόταν επάνω σε ένα “χρυσορυχείο”, κι έπρεπε να το εκμεταλλευτεί καταλλήλως. Εκμεταλλευόμενη και την θετική κριτική του gameplay που είχε το Metal Gear Solid 2, μαζί με το σενάριο του Metal Gear Solid, όπως και την συνεχόμενη απαίτηση του κοινού για ένα remake του πρώτου 3D τίτλου, το μόνο που έμενε ήταν να ενώσει τις “τελείες” και να προχωρήσει παρακάτω.
Από το πουθενά, η Nintendo κατάφερε να εξασφαλίσει μια ανήκουστη συμφωνία: ένα remake του Metal Gear Solid, το επονομαζόμενο Metal Gear Solid: The Twin Snakes, θα έβγαινε αποκλειστικά και μόνο στο GameCube! Για πολλούς, ήταν μια κίνηση δίχως λογική, μιας και το Metal Gear Solid 2 ουδέποτε υπήρξε σε κονσόλα της Nintendo ως σήμερα, όπως και οι περισσότεροι άλλοι τίτλοι. Αίσθηση προκάλεσε και το γεγονός πως την ανάπτυξη δεν επιμελούταν η Konami Computer Entertainment Japan, όμως η ανερχόμενη Silicon Knights, που είχε στο βιογραφικό της δύο τίτλους-“φωτιά”: Blood Omen: Legacy of Kain και μια ακόμα αποκλειστικότητα της Nintendo, το φοβερό Eternal Darkness: Sanity’s Requiem. Η Ιαπωνική εταιρία κατείχε μετοχές στην Καναδέζικη Silicon Knights, οπότε και σε συνεργασία με τον μυθικό Shigeru Miyamoto αλλά και τον οραματιστή Hideo Kojima μπήκε στην παραγωγή το The Twin Snakes.
Το πιο παράξενο δεν ήταν ότι η Konami δεν ανέλαβε την ανάπτυξη — είχε τα “χέρια” της γεμάτα, συν το γεγονός πως δεν υπήρχε λόγος να “επαναλάβουν όσα έχουν κάνει” όπως δηλώθηκε — αλλά πως ο Kojima είχε απλώς ρόλο επίβλεψης, με τα καθήκοντα τού σκηνοθέτη να μεταφέρονται στον πρόεδρο της Silicon Knights, Denis Dyack. Ο στόχος, λοιπόν, είχε οριστεί: η μηχανή γραφικών του Sons of Liberty έπρεπε να μεταφερθεί στο GameCube. Οι Καναδοί, λοιπόν, είχαν την ευκαιρία να φτιάξουν το παιχνίδι που ο Kojima οραματιζόταν από την αρχή, το “Metal Gear Solid όπως θα έπρεπε να είναι” κατά τις δηλώσεις του ίδιου. Την πρώτη μέρα του Μαΐου του 2003, ανακοινώθηκε από την Nintendo το remake ενώ για μήνες πριν την ανακοίνωση η Silicon Knights το είχε ήδη αρχίσει και στόχευε σε κυκλοφορία του το ίδιο έτος. Στην Ε3 του 2003 έκαναν ντεμπούτο οι πρώτες πληροφορίες, κυρίως ότι το παιχνίδι θα ήταν “χτισμένο” στην μηχανή του Sons of Liberty και έτσι θα είχε λειτουργίες όπως σημάδι από προοπτική πρώτου προσώπου, την δυνατότητα να μεταφέρεις κορμιά και να τα κρύβεις, δυνατότητα για τούμπες αποφυγής, εφέ χιονιού μεταξύ άλλων, πολλών αλλαγών μικρής ή μεγάλης σημασίας.
Βέβαια, αυτό με τη σειρά του έφερε και παράπονα. Το design του παιχνιδιού δεν είχε αλλάξει, πράγμα που σημαίνει πως οι καινούριες δυνατότητες του παίχτη έκαναν ορισμένα σημεία υπερβολικά ευκολότερα, αφαιρώντας εντελώς οποιαδήποτε πρόκληση. Για παράδειγμα, η πρώτη μάχη με τον Revolver Ocelot ήθελε τον παίχτη να παρακολουθεί την περίμετρο συνεχώς για τις κινήσεις του ρώσσου εχθρού, ενώ στο The Twin Snakes η προοπτική πρώτου προσώπου έλυνε οποιοδήποτε πρόβλημα. Στη συνέχεια, ένα συγκεκριμένο μέρος απαιτεί τον Snake να είναι κολλημένος στον τοίχο και να σκύβει όποτε περνάει ένας γερανός, ώστε να καταφέρει να φτάσει στην άλλη άκρη ανέπαφος. Με την ικανότητα να κινείται εις μήκος του τοίχου ακόμα και σκυφτός, κάτι που πρωτοέγινε στο Sons of Liberty, η πρόκληση αυτή χάθηκε.
Αφαίρεση ορισμένων συνομιλιών στο codec και μικροαλλαγές σε σημεία του σεναρίου ήταν μεταξύ των θετικότερων αλλαγών. Η “Αγγλικοποίηση” Ιαπωνικών φράσεων ήταν κοινό μελανό σημείο για πολλά παιχνίδια στην εποχή εκείνη, και πολλές φορές οι χαρακτήρες ξεστόμιζαν κουβέντες που μετά βίας έβγαζαν κάποιο νόημα, αν έβγαζαν γενικώς. Μεταξύ άλλων, οι οθόνες που έδειχναν το Policenauts εντός του παιχνιδιού αντικαταστάθηκαν από το Zone of the Enders: The 2nd Runner του Kojima και της Konami, μια αποκλειστικότητα του PlayStation 2 η οποία περιείχε το πρώτο demo του Metal Gear Solid 2 όταν κυκλοφόρησε. Metal Gear-ception! Όμως για τους θαυμαστές δεν ήταν όλα καλά. Ο διάσημος Ιάπωνας σκηνοθέτης Ryuhei Kitamura ήταν υπεύθυνος για την σκηνοθεσία στα cutscenes, κι ήταν σίγουρο πως θα έβαζε τη δική του πινελιά στο μεγάλο πορτρέτο· η εν λόγω πινελιά ήταν εφέ σε αργή κίνηση, εντυπωσιακά χορογραφημένες μάχες και σκηνές γενικότερα. Στο μυαλό όλων έμεινε συγκεκριμένα μια σκηνή όπου ο Snake κάνει backflip για να πηδήξει επάνω σε μια ρουκέτα (!) ώστε να πάρει ώθηση για άλμα και να εκτοξεύσει μια δική του ρουκέτα! Λέγεται πως ο ίδιος ο Kojima ζήτησε από τον Kitamura να αλλάξει πολλές σκηνές, κι εφόσον το τελικό αποτέλεσμα ήταν αυτό, δεν θέλω να φανταστώ τι προηγήθηκε!
Σημαντική διαφορά ήταν και η έλλειψη των VR Missions που συνόδευαν την Integral επανακυκλοφορία του πρώτου τίτλου, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπητά πράγματα για το κοινό, παρότι το τελικό The Twin Snakes κυκλοφόρησε σε δύο CD. Σύσσωμο το καστ των ηθοποιών επέστρεψε, με μικρή διαφορά στον χαρακτήρα Gray Fox· στο πρωτότυπο, ο Greg Eagles δάνεισε την φωνή του στον ρομποτικό νίντζα και στον Donald Anderson, ενώ εδώ την έδωσε μόνο στον δεύτερο, με τον πρώτο να παίρνει ζωή μέσα από την απόδοση του Rob Paulsen. Αρκετές γραμμές ηχογραφήθηκαν ξανά, και η αιτία αποκαλύφθηκε πως ήταν αλλοίωση στον ήχο του πρωτότυπου παιχνιδιού σε ορισμένα σημεία. Συγκεκριμένα, η πολύ ανώτερη ποιότητα απόδοσης του GameCube έβγαλε στην επιφάνεια προβλήματα όπως ήχοι στο παρασκήνιο που συνέβησαν κατά την ηχογράφηση, κάτι που το PlayStation κατάφερε να “καλύψει” μέσω της χαμηλότερης ποιότητάς του. Ο David Hayter, η εμβληματική φωνή του Solid Snake, είχε δηλώσει πως οι ηχογραφήσεις έγιναν σε θάλαμο που δεν είχε επαρκή ηχομόνωση, οπότε και δεν φιλτραρίστηκαν οι θόρυβοι.
Ο χρόνος κυκλοφορίας πλησίαζε, όμως το παιχνίδι ήταν ανέτοιμο. Χαρακτηριστικά σαν τις VR Missions, κάποιο behind-the-scenes αφιέρωμα ή ακόμα και ένα μυστηριώδες mode που θα έκανε χρήση ενός συνδεδεμένου GameBoy Advance κόπηκαν ώστε να γίνει συντομότερα η κυκλοφορία του. Παρά την σχετική βιασύνη και την μικρή παράταση, το παιχνίδι έτρεχε σε σταθερά 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο και ήταν μια επίδειξη δύναμης από το ώριμο πλέον GameCube. Τον Μάρτιο του 2004 έφτασε στα ράφια καταστημάτων, ενώ η Ιαπωνική αγορά κατείχε τα πρωτεία για κάτι σημαντικό αναφορικά με τη σειρά: η πρώτη κονσόλα με αγκράφες και χρώματα Metal Gear ήταν γεγονός, καθώς το GameCube κυκλοφόρησε σε μια άκρως συλλεκτική “Premium” έκδοση που περιείχε ένα ασημί GameCube με το σήμα της FOXHOUND στο κεντρικό του σημείο, ένα 44σέλιδο βιβλίο ονόματι “Memorandum” (μνημόνιο!) που περιείχε σημειώσεις σχετικά με την ανάπτυξη του παιχνιδιού, σκίτσα και φωτογραφίες, όπως και ένα αποκλειστικό δισκάκι με μια έκδοση του πρώτου Metal Gear να τρέχει σε εξομοίωση, καθώς και μερικά τρέιλερ του παιχνιδιού.
Οι κριτικοί και το κοινό είχαν, σε γενικές γραμμές, κοινή γνώμη. Το παιχνίδι κατάφερε γίνει πιο διασκεδαστικό, διόρθωσε προβλήματα μεταβάσεως από ανατολή σε δύση, και κυρίως ομόρφυνε δίχως προηγούμενο. Το τίμημα ήταν μερικά στραβοπατήματα στο gameplay και τα cutscenes, όμως πιστεύω πως όποιος “κρεμιέται” από μερικά λάθη μετρημένα στα δάχτυλα, είναι η ουσία του ανθρώπου που κοιτάει χαρισμένο άλογο στα δόντια. Τίποτα από αυτά δεν εμπόδισε την απρόσμενη συνεργασία των τριών εταιριών από το να περιλαμβάνεται σε αμέτρητες λίστες “best of”, είτε μιλάμε για τίτλους του GameCube, είτε για stealth παιχνίδια, ή κάτι άλλο.
Επίλογος
Παρά την μια απόλυτη και την άλλη αμφιλεγόμενη επιτυχία, η κορυφή ακόμη απείχε για την Konami και την ομάδα του Kojima. Το magnum opus τους δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί, όμως η αλλεπάλληλες επιτυχίες και η εξερεύνηση νέων διόδων απέδιδαν συνεχώς καρπούς. Τι τους περίμενε στην επόμενη κυκλοφορία τους; Κορυφή ή πάτος; Αριστούργημα ή παιχνίδι της σειράς; Με την “τρέλα” που κουβαλούσε ο Kojima στο μυαλό του, κανείς δεν ήταν σίγουρος για το τι θα ήταν το επόμενο βήμα. Το μόνο που γνώριζαν είναι πως το βήμα πρέπει να έχει κατεύθυνση εμπρός.
Τα δύο πρώτα μέρη του αφιερώματος βρίσκονται εδώ: Μέρος Α’ και Μέρος Β’.
Μην μένεις σιωπηλός, σχολίασε και πες την άποψή σου ακριβώς παρακάτω!